Ο όρος "Pap smears" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό.
/pæp smɪrz/
Ο όρος "Pap smears" αναφέρεται σε μια διαγνωστική εξέταση που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση καρκινικών ή προκαρκινικών κυττάρων στον τράχηλο της μήτρας. Η εξέταση αυτή περιλαμβάνει τη συλλογή κυττάρων από τον τράχηλο και την αποστολή τους για ανάλυση στο εργαστήριο. Είναι καθοριστική για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και συνιστάται τακτικά στις γυναίκες.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό τομέα και είναι κοινή σε συζητήσεις σχετικά με την υγεία και την πρόληψη ασθενειών.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε ιατρικά ή υγειονομικά πλαίσια.
"Οι τακτικές εξετάσεις Παπανικολάου είναι επιβεβλημένες για την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας."
"Women should start getting Pap smears at the age of 21."
"Οι γυναίκες θα πρέπει να αρχίζουν να κάνουν τεστ Παπανικολάου στην ηλικία των 21."
"My doctor reminded me to schedule my annual Pap smears."
Παρόλο που ο όρος "Pap smears" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, η σημασία του παραμένει κρίσιμη σε ιατρικά συμφραζόμενα.
"Η αγνόηση των εξετάσεων Παπανικολάου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας."
"It’s important to discuss any concerns about Pap smears with your healthcare provider."
Ο όρος "Pap" προέρχεται από το όνομα του Γιώργου Παπανικολάου, ενός Έλληνα ιατρού που ανέπτυξε την τεχνική αυτή τη δεκαετία του 1930. Η λέξη "smear" στα αγγλικά σημαίνει "επίχρισμα" ή "τρυβλίο", αναφερόμενη στην τεχνική των κυτταρικών δειγμάτων.
Συνώνυμα: Cervical smear, Pap test
Αντώνυμα: Ν/A (Επειδή ο όρος αναφέρεται σε μια ειδική εξέταση, δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα.)