Ρήμα / ουσιαστικό
/pəˈlɑk/
Η λέξη "Polack" είναι ένα αγγλικό όρο που αναφέρεται στους Πολωνούς. Ωστόσο, χρησιμοποιείται επίσης και ως υποτιμητικός όρος, που ενδέχεται να προκαλέσει προσβολή στους ανθρώπους πολωνικής καταγωγής. Σε γενικές γραμμές, η χρήση της στην καθημερινή γλώσσα είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και συχνά συνδέεται με πολιτισμικές αναφορές.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "Polack" είναι περιορισμένη, και καθώς μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική, είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται με προσοχή. Στα επίσημα συμφραζόμενα και σε πιο ευαίσθητους τομείς, συνιστάται η χρήση της λέξης "Pole" για αναφορά στους Πολωνούς, καθώς είναι ουδέτερη και αποδεκτή.
"Αναφέρθηκε στον εαυτό του ως περήφανος Πολωνός."
"Using the term Polack in a derogatory way is offensive."
Η λέξη "Polack" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι συχνά συνδεδεμένη με πολιτισμικές και εθνικές συζητήσεις, λόγω της ευαίσθητης φύσης του όρου.
"Με αντιμετώπισε σαν Πολωνό, σαν να μην καταλάβαινα τίποτα."
"Many stereotypes about Polacks are quite outdated."
Η λέξη "Polack" έχει προέλευση από τη μέση λατινική λέξη "Polonus," που σημαίνει "Πολωνός," μέσω του γερμανικού "Pole." Εξελίχθηκε σε μια μορφή που χρησιμοποιείται στα αγγλικά, αν και η χρήση της κατέχει έναν αρνητικό τόνο.
Συνώνυμα: - Pole - Polish individual
Αντώνυμα: - Non-Polish person - Foreigner
Η λέξη "Polack" αποτελεί ένας ενδιαφέρον και ευαίσθητο όρο, και οποιαδήποτε χρήση της πρέπει να γίνεται με προσοχή λόγω της ιστορικής και πολιτισμικής της σημασίας.