Police Office - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

Police Office (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό (Noun)

Φωνητική μεταγραφή

/pəˈliːs ˈɔːfɪs/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "police office" αναφέρεται σε μια εγκατάσταση ή γραφείο όπου οι αστυνομικοί εργάζονται και διεξάγουν υπηρεσίες που σχετίζονται με τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την επιβολή του νόμου. Τα αστυνομικά γραφεία είναι σημεία επαφής για το κοινό για την αναφορά εγκλημάτων, τη λήψη πληροφοριών και τη συμβολή στην ασφάλεια της κοινότητας.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. I need to go to the police office to file a report.
    Πρέπει να πάω στο αστυνομικό γραφείο για να υποβάλω αναφορά.

  2. The police office is located downtown.
    Το αστυνομικό γραφείο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.

  3. You can contact the police office for assistance.
    Μπορείτε να επικοινωνήσετε με το αστυνομικό γραφείο για βοήθεια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ενώ ο όρος "police office" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την αστυνομία είναι πιο συχνές.

  1. Call the police office if you see any suspicious activity.
    Καλέστε το αστυνομικό γραφείο αν δείτε οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα.

  2. She works at the police office and helps in community outreach programs.
    Δουλεύει στο αστυνομικό γραφείο και βοηθά σε προγράμματα επέκτασης της κοινότητας.

  3. He was summoned to the police office for questioning.
    Κλήθηκε στο αστυνομικό γραφείο για ανάκριση.

  4. The police office provides crucial support during emergencies.
    Το αστυνομικό γραφείο παρέχει κρίσιμη υποστήριξη κατά τη διάρκεια εκτάκτων αναγκών.

Ετυμολογία

Ο όρος "police" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "police", που ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη "πολιτεία" (politeia), ενώ η λέξη "office" προέρχεται από τη λατινική λέξη "officium", που σημαίνει "υπηρεσία" ή "καθήκον".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Police station (Αστυνομικό τμήμα) - Law enforcement office (Γραφείο επιβολής του νόμου)

Αντώνυμα: - Crime (Έγκλημα) - Offender (Παράνομος)



25-07-2024