Το "Pr" είναι μια συντομογραφία που μπορεί να αναφέρεται σε διάφορους όρους, ανάλογα με το πλαίσιο. Συνήθως χρησιμοποιείται ως συντομογραφία για τη λέξη "Public Relations" (Δημόσιες Σχέσεις).
Για την αναφορά "Pr" στον τομέα των Δημόσιων Σχέσεων, η φωνητική μεταγραφή είναι /piː ˈɑːr/.
Οι Δημόσιες Σχέσεις (PR) αναφέρονται στη στρατηγική επικοινωνία που χρησιμοποιείται από άτομα, οργανισμούς ή εταιρείες για να διαχειρίζονται την εικόνα τους στο κοινό. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η σημασία της P.R. είναι μεγάλη καθώς χρησιμοποιείται σε διάφορες επαγγελματικές και κοινωνικές καταστάσεις.
Η χρήση του "Pr" είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επαγγελματικά έγγραφα, αναφορές και στρατηγικές επικοινωνίας, αν και χρησιμοποιείται και σε προφορικές συζητήσεις όταν γίνεται λόγος για το πεδίο των Δημόσιων Σχέσεων.
"Εργάζεται σε Δημόσιες Σχέσεις για μια μεγάλη εταιρεία."
"The PR campaign was very effective."
"Η καμπάνια Δημόσιων Σχέσεων ήταν πολύ αποτελεσματική."
"He is studying PR to enhance his communication skills."
"Με όρους Δημόσιων Σχέσεων, η εκδήλωση ήταν επιτυχής."
"Play the PR game": "To succeed in this industry, you have to play the PR game."
"Για να πετύχεις σε αυτή τη βιομηχανία, πρέπει να παίξεις το παιχνίδι των Δημόσιων Σχέσεων."
"PR disaster": "The company faced a PR disaster after the scandal."
"Η εταιρεία αντιμετώπισε μια καταστροφή Δημόσιων Σχέσεων μετά το σκάνδαλο."
"PR strategy": "We need to develop a solid PR strategy."
"Πρέπει να αναπτύξουμε μια στέρεα στρατηγική Δημόσιων Σχέσεων."
"PR value": "This initiative has a high PR value for the organization."
Η λέξη "Public Relations" προέρχεται από τα λατινικά, όπου "publicus" σημαίνει δημόσιος και "relatio" σημαίνει αναφορά ή σχέση.