Prink είναι ρήμα (verb).
/prɪŋk/
Η λέξη "prink" σημαίνει να επιμελείσαι ή να φτιάχνεις την εμφάνιση σου με ήπιο και συχνά περιγραφόμενο τρόπο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα που έχουν να κάνουν με μόδα ή προσωπική παρουσίαση.
Η λέξη "prink" δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη και τείνει να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο όταν περιγράφει τις διαδικασίες της προετοιμασίας για μια ειδική περίσταση. Δεν είναι καθημερινή λέξη και η χρήση της στο προφορικό λόγο είναι αρκετά περιορισμένη.
She decided to prink before the party.
(Αποφάσισε να επιμεληθεί την εμφάνισή της πριν το πάρτι.)
He always prinks if he has a date.
(Πάντα επιμελείται την εμφάνισή του αν έχει ραντεβού.)
Before the photo shoot, she took an hour to prink.
(Πριν από τη φωτογράφηση, πήρε μια ώρα για να επιμεληθεί την εμφάνισή της.)
Αν και η λέξη "prink" δεν εμφανίζεται συχνά σε idiomatic expressions, ορισμένες προτάσεις μπορεί να την περιλαμβάνουν στο περιεχόμενο:
You shouldn't prink too much; the natural look is in!
(Δεν πρέπει να επιμελείσαι υπερβολικά, το φυσικό στυλ είναι στη μόδα!)
She tends to prink before any important meeting.
(Έχει την τάση να επιμελείται πριν από οποιαδήποτε σημαντική συνάντηση.)
Don't prink around too much; we need to leave soon.
(Μην επιμελείσαι υπερβολικά, πρέπει να φύγουμε σύντομα.)
Η λέξη "prink" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα prank, που σημαίνει "να διασκεδάζεις ή να κάνεις μια φάρσα", αλλά έχει διαφοροποιηθεί σε μια πιο ήπια και σχετική έννοια όσον αφορά την εμφάνιση.
Συνώνυμα: - Groom (φροντίζω) - Preen (να φτιάχνω την εμφάνιση μου)
Αντώνυμα: - Neglect (παραμελώ) - Dishevel (αναστατώνω την εμφάνιση)