Το "R factor" είναι ουσιαστικό (noun).
Phonetic transcription: /ˈɑːr ˈfæk.tər/
Ο όρος "R factor" προέρχεται κυρίως από τον τομέα της επιστήμης, ιδιαίτερα στη βιολογία και την επιδημιολογία. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο μέτρο της αναπαραγωγής μιας ασθένειας.
Χρησιμοποίηση: Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικές και ιατρικές συζητήσεις, κυρίως σε γραπτές αναφορές, μελέτες και ερευνητικά άρθρα.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με την υγεία και τις ασθένειες.
Ο παράγοντας R είναι κρίσιμος για τον προσδιορισμό της εξάπλωσης μολυσματικών ασθενειών.
Health officials are monitoring the R factor to implement appropriate measures.
Οι υγειονομικές αρχές παρακολουθούν τον παράγοντα R για να εφαρμόσουν κατάλληλα μέτρα.
A high R factor indicates a rapid increase in cases.
Μέχρι στιγμής, ο όρος "R factor" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, αλλά η χρήση του μπορεί να συνδυαστεί σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα:
"Ο παράγοντας R είναι ένας κλειδί δείκτης στα επιδημιολογικά μας μοντέλα."
"Understanding the R factor can help in controlling outbreaks."
"Η κατανόηση του παραγόντα R μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο των εκρήξεων ασθενειών."
"Research on the R factor has influenced public health policies."
Η φράση "R factor" προέρχεται από το "reproduction" (αναπαραγωγή), που αναφέρεται στην ικανότητα μιας ασθένειας να αναπαράγεται μέσω των ατόμων που την μεταφέρουν.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα των πτυχών που αφορούν τον όρο "R factor."