"Radio" είναι ένα ουσιαστικό, ενώ "2" είναι αριθμός.
/rˈeɪ.di.oʊ/ /tuː/
Η λέξη "radio" αναφέρεται σε ένα μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιεί ραδιοκύματα για να μεταδώσει ηχητικά σήματα. Συνήθως, το "Radio 2" αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο ραδιοφωνικό σταθμό, ιδιαίτερα στην Βρετανία, όπως το BBC Radio 2.
Η λέξη "radio" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητά της είναι υψηλή, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τη μουσική.
Ακούω το Radio 2 κάθε πρωί ενώ ετοιμάζομαι για τη δουλειά.
Radio 2 plays a variety of music genres, which I enjoy.
Οι εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "radio" περιλαμβάνουν κυρίως αναφορές στα μέσα ενημέρωσης.
Οι ειδήσεις ακούγονταν παντού στο ραδιόφωνο.
I heard it on the radio first before reading it online.
Το άκουσα πρώτα στο ραδιόφωνο πριν το διαβάσω online.
He has a voice made for radio.
Έχει φωνή φτιαγμένη για το ραδιόφωνο.
I tuned in to Radio 2 for the afternoon show.
Συντονίστηκα στο Radio 2 για την απογευματινή εκπομπή.
The DJ on Radio 2 is known for his great taste in music.
Ο DJ στο Radio 2 είναι γνωστός για την εξαιρετική του γεύση στη μουσική.
I love how Radio 2 features up-and-coming artists.
Λατρεύω πως το Radio 2 προβάλλει τους ανερχόμενους καλλιτέχνες.
You can catch the latest hits on Radio 2.
Η λέξη "radio" προέρχεται από το λατινικό "radius", που σημαίνει "ακτίνα", και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις ραδιοφωνικές εκπομπές που διαδίδονται μέσω ραδιοκυμάτων.
Broadcast (εκπομπή)
Αντώνυμα: