Η φράση "Reed-Mueller code" αναφέρεται σε ένα ουσιαστικό.
/riːd ˈmʊlər koʊd/
Ο κώδικας Reed-Mueller είναι μία κατηγορία κωδικών που χρησιμοποιούνται στη θεωρία κωδικών για τη διόρθωση σφαλμάτων, με χαρακτηριστικά που τονίζουν την ανα-κατασκευή των πληροφοριών από σφάλματα που ενδέχεται να προκύψουν κατά την αποθήκευση ή τη μετάδοση δεδομένων. Είναι ειδικά σχεδιασμένοι για να παρέχουν υψηλή απόδοση και ευελιξία στην κωδικοποίηση.
Είναι δημοφιλείς σε τεχνικά και ακαδημαϊκά κείμενα, χρησιμοποιούνται κυρίως σε γραπτά πλαίσια, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη μηχανική και την πληροφορική.
Ο κώδικας Reed-Mueller είναι γνωστός για τις δυνατότητές του στη διόρθωση σφαλμάτων.
Researchers have discovered new applications for the Reed-Mueller code in telecommunications.
Οι ερευνητές έχουν ανακαλύψει νέες εφαρμογές για τον κώδικα Reed-Mueller στις τηλεπικοινωνίες.
Implementing the Reed-Mueller code can significantly improve data transmission reliability.
Η φράση "Reed-Mueller code" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, δεδομένου ότι είναι ένας τεχνικός όρος. Ωστόσο, η έννοιά του μπορεί να ενσωματωθεί σε τεχνικά συμφραζόμενα, όπως:
Η χρήση του κώδικα Reed-Mueller μεγιστοποιεί την ακεραιότητα των δεδομένων.
"The efficiency of the Reed-Mueller code cannot be overstated."
Η αποδοτικότητα του κώδικα Reed-Mueller δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
"Implementing the Reed-Mueller code is essential for modern data systems."
Η ονομασία του κώδικα προέρχεται από τους ερευνητές Irving S. Reed και Gustave Solomon Mueller που τον ανέπτυξαν τη δεκαετία του 1950.
Συνώνυμα: - Κωδικοί διόρθωσης σφαλμάτων (Error-correcting codes)
Αντώνυμα: - Απαρατήρητοι κώδικες (No-error codes) (αν και δεν είναι ακριβώς αντίθετα, είναι αμετάβλητοι κωδικοί χωρίς διορθωτικές δυνατότητες).
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια συνοπτική εικόνα του κώδικα Reed-Mueller και της σπουδαιότητάς του στον τομέα της θεωρίας κωδικών και των εφαρμογών τους στη σύγχρονη τεχνολογία.