SCAR - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

SCAR (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Scar είναι ουσιαστικό και ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/skɑːr/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "scar" αναφέρεται σε μια φθορά ή βλάβη στο δέρμα που προκαλείται μετά από τραυματισμό, χειρουργική επέμβαση ή άλλη μορφή ζημιάς. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, χρησιμοποιείται επιπλέον και μεταφορικά για να περιγράψει ψυχικά ή συναισθηματικά τραύματα. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, είναι κυρίως κοινή στον προφορικό και γραπτό λόγο, ειδικά σε παραδείγματα ιατρικού και ψυχολογικού περιεχομένου.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. She has a scar on her arm from the accident.
    Έχει μια ουλή στον βραχίονα της από το ατύχημα.

  2. His emotional scars were hard to heal.
    Οι συναισθηματικές του ουλές ήταν δύσκολο να θεραπευτούν.

  3. The doctor said that the scar will fade over time.
    Ο γιατρός είπε ότι η ουλή θα εξασθενίσει με το χρόνο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "scar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. To bear the scars of something
    Σημαίνει να κουβαλάς τις συνέπειες των παρελθόντων γεγονότων.
    Example: He bears the scars of his difficult childhood.
    Φέρει τις ουλές της δύσκολης παιδικής του ηλικίας.

  2. A scar that runs deep
    Αντικατοπτρίζει μια εμπειρία που έχει επηρεάσει βαθιά ένα άτομο.
    Example: Her divorce left a scar that runs deep in her heart.
    Ο διαζύγιος της άφησε μια ουλή που τρέχει βαθιά στην καρδιά της.

  3. To leave a lasting scar
    Προκαλεί μια μόνιμη επίδραση ή τραύμα.
    Example: The war left a lasting scar on the community.
    Ο πόλεμος άφησε μια μόνιμη ουλή στην κοινότητα.

Ετυμολογία

Η λέξη "scar" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη scara, που σημαίνει "δέρμα". Συνδέεται επίσης με την Γερμανική λέξη schor, που έχει παρόμοια σημασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Mark - Blemish - Wound

Αντώνυμα: - Smoothness - Flawlessness - Perfection



25-07-2024