Το "step" είναι ένα ουσιαστικό και ρήμα.
[stɛp]
Η λέξη "step" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε: 1. Ως ουσιαστικό: ένα βήμα ή μια κίνηση που γίνεται με το πόδι ή μια διαδικασία. 2. Ως ρήμα: η ενέργεια του να προχωράς ή να κάνεις ένα βήμα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "step" είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται τακτικά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο συναντάται ιδιαίτερα όταν μιλάμε για κινήσεις ή διαδικασίες.
"Κάνε ένα βήμα πίσω και σκέψου την κατάσταση."
"She took her first step towards independence."
"Πήρε το πρώτο της βήμα προς την ανεξαρτησία."
"It's important to step forward in your career."
Η λέξη "step" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις.
"Θα φτάσουμε εκεί βήμα-βήμα."
"Step up your game"
"Αν θέλεις να νικήσεις, πρέπει να αυξήσεις την απόδοσή σου."
"Step on someone's toes"
"Πρόσεξε να μην πατήσεις τα πόδια κάποιου στη συνάντηση."
"Step in the right direction"
Η λέξη "step" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "stæpe", που έχει τις ρίζες της στην Γερμανική γλώσσα, με κοινή καταγωγή από την Proto-Germanic μορφή *stapō.
Συνώνυμα: - Footstep - Pace - Stride
Αντώνυμα: - Stop - Stay - Remain
Αυτή η παρουσίαση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "step", τη χρησιμότητά της σε διάφορα συμφραζόμενα και παραδείγματα που δείχνουν τη χρήση της στη γλώσσα.