Το "SW" (στα αγγλικά) είναι συντομογραφία και συνήθως χρησιμοποιείται ως αρκτικόλεξο.
Η φωνητική τουtranscription (ανάλογα με τη χρήση) γενικά προφέρεται /ɛs ˈdʌbəljuː/.
Η συντομογραφία "SW" κυρίως αναφέρεται στο "Southwest" (Νότιο-Δυτικά) και χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατεύθυνση ή μια γεωγραφική περιοχή. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωγραφικό, στρατηγικό ή ταξιδιωτικό πλαίσιο.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
The city is located in the SW part of the state.
(Η πόλη βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της πολιτείας.)
We drove SW to reach the mountains.
(Οδηγήσαμε νοτιοδυτικά για να φτάσουμε στα βουνά.)
Το "SW" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε χρήσεις που αφορούν περιοχές ή κατευθύνσεις.
Let's head SW towards the coast.
(Ας κατευθυνθούμε νοτιοδυτικά προς την ακτή.)
The road goes SW from here.
(Ο δρόμος πηγαίνει νοτιοδυτικά από εδώ.)
There are many trails in the SW region of the park.
(Υπάρχουν πολλά μονοπάτια στην νοτιοδυτική περιοχή του πάρκου.)
Η λέξη "Southwest" προέρχεται από το "South" (Νότος) και "West" (Δύση).
Συνώνυμα:
- Νότος-Δύση (Southwest)
- Δυτικά προς νότο (Southward West)
Αντώνυμα:
- Βορράς-Ανατολή (Northeast)
- Βόρεια (North)