Savage είναι επίθετο και ουσιαστικό.
/ˈsæv.ɪdʒ/
Η λέξη "savage" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι πολύ αγριωπό ή βίαιο. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που αναφέρεται σε άγρια ζώα, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ανθρώπους ή συμπεριφορές που είναι βίαιες ή επιθετικές. Στη σύγχρονη γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο χαλαρές ή χιουμοριστικές καταστάσεις για να περιγράψει κάτι που είναι εντυπωσιακά ενορχηστρωμένο ή "εκτός ελέγχου".
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, με περισσότερη παρουσία στον προφορικό λόγο, ιδίως σε νεανικές ή αστικές κουλτούρες.
Το άγριο θηρίο περιπλανιόταν στο δάσος τη νύχτα.
She gave a savage critique of the movie.
Έκανε μια δριμύτατη κριτική της ταινίας.
His savage behavior shocked everyone at the party.
Η λέξη "savage" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν έντονες ή ακραίες καταστάσεις.
Έκανε ένα απίστευτο πάρτι το περασμένο Σαββατοκύριακο.
That was a savage comeback!
Ήταν μια καταπληκτική αντεπίθεση!
She has a savage sense of humor.
Έχει μια καυστική αίσθηση του χιούμορ.
This movie is pure savage entertainment!
Αυτή η ταινία είναι καθαρή αγριάδα ψυχαγωγίας!
He made a savage remark about the situation.
Έκανε μια σκληρή παρατήρηση για την κατάσταση.
The reputation of the band is savage.
Η λέξη "savage" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "silvaticus", που σημαίνει "άγριο" ή "φυσικό", που με τη σειρά της έχει ρίζες στην λέξη "silva", που σημαίνει "δάσος".
Συνώνυμα: - Ferocious - Brutal - Vicious
Αντώνυμα: - Gentle - Tame - Civilized