Το "Seitz-filtered" είναι ένα επίθετο (adjective).
/ˈzaɪts ˈfɪltərd/
Ο όρος "Seitz-filtered" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη μέθοδο φιλτραρίσματος που χρησιμοποιείται κυρίως στην επιστήμη των υλικών και στη φαρμακευτική βιομηχανία. Συνήθως, αναφέρεται σε διαδικασίες που απομακρύνουν σωματίδια από ένα υγρό μέσο μέσω μιας ειδικής μεθόδου που εισήχθη από τον επιστήμονα Frank Seitz. Η χρήση του όρου είναι πιο συνηθισμένη σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
Η διάλυση πρέπει να φιλτραριστεί με τη μέθοδο Seitz για να πληροί τα απαιτούμενα πρότυπα.
We used Seitz-filtered water for the experiment.
Χρησιμοποιήσαμε νερό φιλτραρισμένο με τη μέθοδο Seitz για το πείραμα.
The pharmaceutical company ensures that all their products are Seitz-filtered.
Ο όρος "Seitz-filtered" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, λόγω της ειδικότητας του στο επιστημονικό πεδίο. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί σε συζητήσεις που σχετίζονται με την τεχνική ή επιστημονική διαδικασία. Παρόλ’ αυτά, μπορούμε να δώσουμε μερικές χρήσιμες προτάσεις:
Τα δεδομένα φιλτραρίστηκαν προσεκτικά με τη μέθοδο Seitz για να διασφαλιστεί η ακρίβεια των αποτελεσμάτων.
After being Seitz-filtered, the liquid was deemed safe for consumption.
Μετά την φιλτραρίσματος με τη μέθοδο Seitz, το υγρό κρίθηκε ασφαλές για κατανάλωση.
In our lab, we often rely on Seitz-filtered solutions for precise measurements.
Ο όρος προέρχεται από το όνομα του επιστήμονα Frank Seitz, ο οποίος ανέπτυξε την τεχνική φιλτραρίσματος. Η λέξη "filtered" προέρχεται από το ρήμα "filter," που προέρχεται από τη λατινική λέξη "filtrare," που σημαίνει "να περνά μέσω ενός φίλτρου."
Συνώνυμα: - Filtrated - Purified (όταν αναφερόμαστε σε φιλτράρισμα για καθαρότητα)
Αντώνυμα: - Unfiltered (μη φιλτραρισμένο) - Impure (μη καθαρό)