Το "Spanish money" αποτελεί φράση και, συγκεκριμένα, μπορεί να αναγνωριστεί ως ουσιαστικό.
/ˈspænɪʃ ˈmʌni/
Η φράση "Spanish money" αναφέρεται γενικά στα νομίσματα που χρησιμοποιούνται στην Ισπανία, όπως το ευρώ (€), που είναι το τρέχον νόμισμα της χώρας. Ιστορικά, αναφερόταν σε άλλες νομισματικές μονάδες, όπως το πεσέτα, που ήταν το επίσημο νόμισμα της Ισπανίας πριν την υιοθέτηση του ευρώ. Στον αγγλικό λόγο, χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα ή συζητήσεις που αφορούν τη διαχείριση χρημάτων, την οικονομία ή τον τουρισμό.
Χρειάζομαι να ανταλλάξω τα δολάριά μου με ισπανικά χρήματα πριν το ταξίδι μου.
The cost of living in Spain is higher than what I expected when I converted my Spanish money to euros.
Η φράση "Spanish money" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνδυαστικά με άλλες εκφράσεις όπως:
Πρέπει να γνωρίζεις την αξία των ισπανικών χρημάτων πριν κάνεις προϋπολογισμό για το ταξίδι σου.
"Travelers often underestimate the cost of living when using Spanish money."
Οι ταξιδιώτες συχνά υποτιμούν το κόστος ζωής όταν χρησιμοποιούν ισπανικά χρήματα.
"Exchanging large amounts of Spanish money can be risky due to fluctuating rates."
Ο όρος "Spanish" προέρχεται από το λατινικό "Hispania," το οποίο αναφέρεται στην Ιβηρική Χερσόνησο. Η λέξη "money" προέρχεται από το λατινικό "moneta," που σχετίζεται με το νομισματικό σύστημα.