Spree είναι ουσιαστικό.
/spriː/
Η λέξη "spree" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου κάποιος συμμετέχει σε υπερβολική ή διασκεδαστική δραστηριότητα, συχνά σε σχέση με αγορές, φαγητό ή ποτό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια περίοδο έντονης διασκέδασης ή κατανάλωσης, όπως σε "shopping spree" (ψώνια σε οργασμό). Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιθανότερο να συναντήσουμε τον όρο στον προφορικό λόγο.
I went on a shopping spree last weekend and bought a lot of clothes.
Πήγα σε ένα ξεφάντωμα ψωνίσματος το περασμένο Σαββατοκύριακο και αγόρασα πολλά ρούχα.
After the big win, the team enjoyed a spree of celebrations.
Μετά τη μεγάλη νίκη, η ομάδα απόλαυσε ένα ξεφάντωμα εορτασμών.
Η λέξη "spree" χρησιμοποιείται συχνά σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Shopping spree
Every clearance sale, she goes on a shopping spree.
Κάθε εκπτώσεις, βγαίνει σε ένα ξεφάντωμα ψωνίσματος.
Drinking spree
He ended up on a drinking spree during his vacation.
Κατέληξε σε ένα ξεφάντωμα ποτού κατά τη διάρκεια των διακοπών του.
Spree killer
The spree killer was apprehended after a lengthy manhunt.
Ο κατά συρροή δολοφόνος συνελήφθη μετά από μια μακρά επιχείρηση αναζήτησης.
Spree of violence
The city experienced a spree of violence last summer.
Η πόλη βίωσε ένα ξεφάντωμα βίας το περασμένο καλοκαίρι.
Eating spree
After the diet, she allowed herself an eating spree.
Μετά τη δίαιτα, της επέτρεψε ένα ξεφάντωμα φαγητού.
Η λέξη "spree" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "spri" και πιθανώς σχετίζεται με το σκανδιναβικό "sprita," που σημαίνει "να αναβλύζει" ή "να ρέει." Αυτή η λέξη εξέφρασε την έννοια της ροής και της υπερβολής.
Συνώνυμα: - Βραδιά - Διασκέδαση - Χαλάρωση
Αντώνυμα: - Σοβαρότητα - Μετριοπάθεια - Περιορισμός