Επίθετο (ουσιαστικό)
/ˈstæ.nə.riːz/
Η λέξη "stannaries" αναφέρεται σε περιοχές όπου γίνεται εκμετάλλευση και επεξεργασία κασσίτερου (tin). Στο περασμένο, το όρος χρησιμοποιούνταν κυρίως για να περιγράψει νόμους και δικαιοδοσίες που σχετίζονται με την εκμετάλλευση τανίου στην Αγγλία, ιδιαίτερα στο Κορνουάλ.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά σπάνια και είναι πιο διαδεδομένη σε ιστορικά ή γεωλογικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Οι στάνναρι του Κορνουάλ ήταν κάποτε διάσημοι για την παραγωγή τανίου.
The stannaries were regulated by special laws in the past.
Η λέξη "stannaries" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Παρ' όλα αυτά, σχετίζεται με το θέμα της εξόρυξης και μπορεί να εμφανίζεται σε σχετικές εκφράσεις.
Οι παλιές στάνναρι κρατούν ακόμα μια πλούσια ιστορία.
Stannaries were crucial to the economy during the Tudor period.
Οι στάνναρι ήταν κρίσιμοι για την οικονομία κατά την περίοδο των Τυδόρ.
In the discussions about mining rights, the stannaries came up frequently.
Η λέξη προέρχεται από το παλιό γαλλικό "estannarie," που σχετίζεται με την εξόρυξη κασσίτερου. Συνδέεται επίσης με το λατινικό "stannum," που σημαίνει "κασσίτερος."
Συνώνυμα: - Tin mines (ορυχεία κασσίτερου) - Tin districts (περιοχές κασσίτερου)
Αντώνυμα: - There are no direct antonyms for "stannaries," as the term is quite specific to the context of tin mining and production.