T1 είναι όρος που χρησιμοποιείται στον τομέα της τεχνολογίας και των υπολογιστών, αλλά και στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Οπότε, είναι συνήθως ένα ουσιαστικό.
/tiː wʌn/
Ο όρος T1 αναφέρεται σε ένα πρότυπο ψηφιακής επικοινωνίας που χρησιμοποιείται κυρίως στην Βόρεια Αμερική και κάποιες άλλες χώρες. Η T1 είναι μια γραμμή μεταφοράς ψηφιακού σήματος που επιτρέπει υψηλές ταχύτητες μεταφοράς πληροφοριών. Ειδικότερα, έχει τις εξής χαρακτηριστικά: - Παρέχει 24 κανάλια φωνής ή δεδομένων. - Καταχωρείται ως μια μορφή τηλεφωνικών λογισμικών.
Η συχνότητα χρήσης του T1 είναι πιο συχνή στον τεχνικό και επιχειρηματικό τομέα και λιγότερο στην καθημερινή συνομιλία, δεδομένου ότι είναι μια τεχνική αναφορά.
Η εταιρία εγκατέστησε μια νέα γραμμή T1 για καλύτερη συνδεσιμότητα στο διαδίκτυο.
Many businesses still rely on T1 for their data transmission needs.
Ο όρος T1 δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα, ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις σχετικές με την τεχνολογία και τις επικοινωνίες.
Η σύνδεση T1 είναι σαν τη ραχοκοκαλιά της υποδομής επικοινωνιών μας.
When upgrading systems, a T1 line is often recommended for stability.
Όταν αναβαθμίζετε συστήματα, συχνά προτείνεται μια γραμμή T1 για σταθερότητα.
With a T1 in place, data transfer speeds can drastically improve.
Ο όρος T1 προέρχεται από την ορολογία των τηλεπικοινωνιών, όπου το "T" δηλώνει "Telco" ή "Telecommunications" και ο αριθμός "1" υποδεικνύει την κατηγορία της γραμμής. Η T1 γραμμή εισήχθη αρχικά από την Bell Labs τη δεκαετία του 1960.
Συνώνυμα: - Digital Signal 1 (DS1) - T-carrier
Αντώνυμα: - Τύποι γραμμών με χαμηλότερες ταχύτητες (π.χ. POTS - Plain Old Telephone Service)
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν τη σημασία και τη χρήση του όρου T1 στη γλώσσα των Αγγλικών.