Telnet είναι ουσιαστικό (noun).
/ˈtɛlnɛt/
Το Telnet είναι ένα πρωτόκολλο δικτύου που επιτρέπει την απομακρυσμένη σύνδεση σε υπολογιστές μέσω του Διαδικτύου ή άλλων δικτύων. Χρησιμοποιείται κυρίως για την εκτέλεση εντολών σε εξυπηρετητές ή υπολογιστές από απομακρυσμένες τοποθεσίες. Η συχνότητα χρήσης του Telnet έχει μειωθεί λόγω της ανάπτυξης πιο ασφαλών πρωτοκόλλων, όπως το SSH (Secure Shell). Χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά και γραπτά πλαίσια, όπως η διαχείριση συστημάτων και η ανάπτυξη λογισμικού.
We use Telnet to access the remote server for system maintenance.
Χρησιμοποιούμε το Τελνέτ για να αποκτήσουμε πρόσβαση στον απομακρυσμένο εξυπηρετητή για συντήρηση συστήματος.
The old application relies on Telnet for communicating with the database server.
Η παλιά εφαρμογή βασίζεται στο Τελνέτ για να επικοινωνεί με τον εξυπηρετητή βάσεων δεδομένων.
Το Telnet δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε τεχνικές φράσεις που σχετίζονται με την απομακρυσμένη πρόσβαση. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
To troubleshoot the network connection, we will connect using Telnet.
Για να επιλύσουμε το πρόβλημα της δικτυακής σύνδεσης, θα συνδεθούμε χρησιμοποιώντας το Τελνέτ.
If you are familiar with Telnet, you can easily manage the router settings.
Αν είστε εξοικειωμένοι με το Τελνέτ, μπορείτε εύκολα να διαχειριστείτε τις ρυθμίσεις του δρομολογητή.
The developers prefer using Telnet for quick testing of remote services.
Οι προγραμματιστές προτιμούν να χρησιμοποιούν το Τελνέτ για γρήγορη δοκιμή απομακρυσμένων υπηρεσιών.
Η λέξη Telnet προέρχεται από την αγγλική φράση "teletype network", και αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1960 για την υποστήριξη απομακρυσμένων συνδέσεων σε υπολογιστές.
Συνώνυμα: - Remote access - Terminal emulation
Αντώνυμα: - Local access - Standalone operation