Το "times" είναι ένα ουσιαστικό και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα (π.χ. "to time something").
/tʌɪmz/
Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη "times" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε χρονικές περιόδους, επαναλήψεις ή γεγονότα που συμβαίνουν σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται στο αποτέλεσμα της πολλαπλασίασης (π.χ. "5 times 3 equals 15"). Η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο.
Είχαμε διασκέδαση κατά τη διάρκεια εκείνων των καιρών.
There are five times in a week when I go to the gym.
Υπάρχουν πέντε φορές την εβδομάδα που πηγαίνω στο γυμναστήριο.
Times have changed, and we need to adapt.
Η λέξη "times" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Μετάφραση: Οι φίλοι είναι πάντα εκεί σε δύσκολες στιγμές.
Times are tough
Μετάφραση: Οι καιροί είναι δύσκολοι για πολλούς ανθρώπους αυτή τη στιγμή.
Good times
Μετάφραση: Είχαμε μερικές καλές στιγμές κατά τη διάρκεια των διακοπών μας.
Times have changed
Η λέξη "times" προέρχεται από το παλαιό Αγγλικό "tima," που σημαίνει "περίοδος" ή "χρονική στιγμή," και σχετίζεται με το αρχαίο αγγλοσαξονικό "tīma" και τις γερμανικές ρίζες "zīma."
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "times" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.