Η λέξη "transport" αναφέρεται στη διαδικασία μεταφοράς αγαθών ή προσώπων από ένα σημείο σε άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορετικά συμφραζόμενα, όπως στο πλαίσιο συγκοινωνιών, logistics και προγραμματισμού μεταφορών. Είναι πολύ συχνά ορολογία στον τομέα των μεταφορών.
Η λέξη "general" υποδηλώνει κάτι ευρύ ή συνολικό που δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο τομέα ή θέμα. Χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις και συμφραζόμενα για να περιγράψει κάτι που ισχύει ευρύτερα ή γενικά.
Η μεταφορά και η γενική λογιστική είναι ζωτικής σημασίας για κάθε επιτυχημένη επιχείρηση.
He works in transport and general services, focusing on efficiency.
Εργάζεται στον τομέα της μεταφοράς και των γενικών υπηρεσιών, εστιάζοντας στην αποδοτικότητα.
Our company handles transport and general management of cargo ships.
Όλες οι μεταφορές και οι γενικές παρατηρήσεις λήφθηκαν υπόψη.
She has a general idea of how transport systems operate in the city.
Έχει μια γενική ιδέα για το πώς λειτουργούν τα συστήματα μεταφορών στην πόλη.
We need to improve our general transport infrastructure.
Πρέπει να βελτιώσουμε την γενική υποδομή μεταφορών μας.
Transport services have a general role in urban planning.
Οι υπηρεσίες μεταφορών έχουν έναν γενικό ρόλο στον χωροταξικό σχεδιασμό.
General knowledge about transport options can help you save time.
Η γενική γνώση σχετικά με τις επιλογές μεταφοράς μπορεί να σε βοηθήσει να εξοικονομήσεις χρόνο.
His book provides general guidelines on transport safety.
Το βιβλίο του παρέχει γενικές οδηγίες για την ασφάλεια στις μεταφορές.
The transport and general policy needs to be reassessed.
Αντώνυμα: στασιμότητα
General