Tudor architecture ‹style› - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

Tudor architecture ‹style› (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Style: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/staɪl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "style" αναφέρεται σε έναν χαρακτηριστικό τρόπο ή μέθοδο που χρησιμοποιείται σε διάφορα πεδία, όπως η τέχνη, η αρχιτεκτονική, η μόδα και η γραφή. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την επιλεγμένη ή χαρακτηριστική εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ανάλογα με το πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται σε σχηματικά, αισθητικά ή λειτουργικά χαρακτηριστικά.

Χρήση και συχνότητα

Η λέξη "style" είναι πολύ συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται σε ευρεία γκάμα θεμάτων, από την τέχνη και την αρχιτεκτονική μέχρι τις καθημερινές συζητήσεις για τη μόδα ή τη γραφή.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Tudor architecture style is known for its distinctive features.
    Το στυλ της αρχιτεκτονικής Tudor είναι γνωστό για τα χαρακτηριστικά του.

  2. The Tudor architecture style includes ornate wooden beams.
    Το στυλ της αρχιτεκτονικής Tudor περιλαμβάνει περίτεχνες ξύλινες δοκούς.

  3. Many people appreciate the Tudor architecture style for its historical significance.
    Πολλοί άνθρωποι εκτιμούν το στυλ της αρχιτεκτονικής Tudor για τη ιστορική του σημασία.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "style"

  1. In style: This term indicates that something is fashionable or trendy.
    The new restaurant is really in style right now.
    Το νέο εστιατόριο είναι πολύ στη μόδα αυτή τη στιγμή.

  2. To have a style of one's own: Refers to someone who has a unique way of doing things.
    She has a style of her own that sets her apart from others.
    Έχει ένα στυλ που την ξεχωρίζει από τους άλλους.

  3. To go out of style: Means that something is no longer trendy or fashionable.
    That fashion trend has gone out of style in recent years.
    Αυτή η τάση της μόδας έχει βγει εκτός στυλ τα τελευταία χρόνια.

  4. A style icon: Refers to a person recognized for their significant influence on fashion or style.
    She is considered a style icon in the fashion industry.
    Αυτή θεωρείται στυλιστικός εικονίσκος στη βιομηχανία της μόδας.

  5. To be in one's own style: Refers to someone doing things according to their unique preferences.
    He tends to dress in his own style, regardless of trends.
    Συνήθως ντύνεται με το δικό του στυλ, ανεξάρτητα από τις τάσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "style" προέρχεται από το λατινικό "stilus", που αναφέρεται σε ένα εργαλείο γράφης. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την τέχνη της γραφής, αργότερα επεκτάθηκε για να περιγράψει και την καλλιτεχνική ή αισθητική έκφραση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: design, form, fashion, appearance
Αντώνυμα: chaos, sloppiness, disorder



25-07-2024