Turk είναι ουσιαστικό.
[ tɜrk ]
Ο όρος "Turk" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι από την Τουρκία ή έχει τουρκική καταγωγή. Η λέξη χρησιμοποιείται στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα για να περιγράψει την εθνοτική ομάδα που συνδέεται με την Τουρκία. Η χρήση της λέξης μπορεί ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο, αλλά γενικά έχει ουδέτερη ή θετική σημασία.
Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, και η λέξη εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε πολιτικά, ιστορικά ή κοινωνικά θέματα.
Turk is a nationality that has a rich history.
Ο Τούρκος είναι μια εθνότητα που έχει πλούσια ιστορία.
Many Turks are proud of their cultural heritage.
Πολλοί Τούρκοι είναι περήφανοι για την πολιτιστική τους κληρονομιά.
The Turk played an important role in shaping the region's history.
Ο Τούρκος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας της περιοχής.
Ο όρος "Turk" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συζητήσεις. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι περισσότερες ιδιωματικές εκφράσεις σχετίζονται με την κουλτούρα ή την ιστορία των Τούρκων και χρησιμοποιούνται σπάνια ως σχήματα λόγου.
"The Turk is known for his hospitality."
Ο Τούρκος είναι γνωστός για την φιλοξενία του.
"To be a Turk means to embrace a diverse culture."
Το να είσαι Τούρκος σημαίνει να αγκαλιάζεις μια ποικιλόμορφη κουλτούρα.
"You can find many Turks in different parts of the world."
Μπορείς να βρεις πολλούς Τούρκους σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Η λέξη "Turk" προέρχεται από την τουρκική λέξη "Türk", η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους ανθρώπους που ανήκουν σε αυτήν την εθνοτική ομάδα. Η προέλευση της λέξης συνδέεται με τον πολιτισμό των Τούρκων που μετακινήθηκαν από την κεντρική Ασία έως την περιοχή της Μικράς Ασίας και ιδρύθηκαν διάφορες αυτοκρατορίες, συμπεριλαμβανομένης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Συνώνυμα: - Τούρκος - Οθωμανός (σε ιστορικό πλαίσιο)
Αντώνυμα: - Μη-Τούρκος
Αυτή η δομή προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "Turk" και της σημασίας της στην αγγλική γλώσσα.