Το "wimp" είναι ουσιαστικό.
/ wɪmp /
Η λέξη "wimp" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που θεωρείται αδύναμο, φοβισμένο ή ικανό να αποφύγει δύσκολες καταστάσεις. Συχνά χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά και περιέχει υπονοούμενα ότι το άτομο δεν είναι ανθεκτικό ή δεν δείχνει θάρρος.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "wimp" είναι συνήθως πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ανεπίσημα συμφραζόμενα.
"Τον αποκάλεσαν δειλό γιατί δεν ήθελε να πάει για αναρρίχηση."
"Don't be a wimp; face your fears!"
"Μην είσαι δειλός; Αντιμετώπισε τους φόβους σου!"
"She thinks he's a wimp for crying during the movie."
Η λέξη "wimp" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται συνήθως για να περιγράψουν κάποιον που αποφεύγει τη δράση ή ενδείξεις από αδυναμία.
"Σταμάτα να είσαι τόσο δειλός και υπεράσπισε τον εαυτό σου!"
"I can't believe you let them push you around, you're no wimp."
"Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τους άφησες να σου επιβληθούν, δεν είσαι δειλός."
"Real men don't act like wimps."
"Οι αληθινοί άντρες δεν δρουν σαν δειλοί."
"She called him a wimp because he didn't fight back."
"Αυτή τον αποκάλεσε δειλό γιατί δεν αντεπίθεσε."
"When it comes to sports, he is definitely not a wimp."
Η λέξη "wimp" πιθανώς προήλθε από το αγγλικό "wimpy", που χρησιμοποιήθηκε το 1930, με πιθανές ρίζες στο "wimpish", που σημαίνει "φοβισμένος ή αδύναμος".
Συνώνυμα: - coward - weakling - pushover
Αντώνυμα: - hero - strong person - fighter
Αυτή η λεπτομερής ανάλυση της λέξης "wimp" παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη χρήση της στην Αγγλική γλώσσα.