Wallon είναι ένα ουσιαστικό που αναφέρεται σε μια γλώσσα ή σε έναν άνθρωπο που προέρχεται από την περιοχή του Wallonia στο Βέλγιο.
/wɑːˈlɒn/
Η λέξη "Wallon" αναφέρεται είτε στην γλώσσα που ομιλείται από την ουαλλωνική κοινότητα στο Βέλγιο, η οποία ανήκει στην κελτική ομάδα γλωσσών, είτε στους ανθρώπους που προέρχονται από την περιοχή Wallonia. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνιογλωσσολογικό ή ιστορικό πλαίσιο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "Wallon" είναι σχετικά χαμηλή και κυρίως παρατηρείται σε γραπτά κείμενα ή συζητήσεις που σχετίζονται με γλωσσικές ή πολιτισμικές αναλύσεις. χρησιμοποιείται σπανίως στον προφορικό λόγο.
Η κοινότητα των Ουαλλόνων είναι γνωστή για την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της.
Many Wallon speakers are eager to preserve their language.
Η λέξη "Wallon" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις:
"Νιώθω λίγο Ουαλλώνας σήμερα" μπορεί να σημαίνει ότι έχεις ισχυρή σύνδεση με τις πολιτιστικές σου ρίζες.
"Embracing my Wallon heritage" often signifies pride in one's background.
Η λέξη "Wallon" προέρχεται από τη λατινική λέξη "Wallonia," που αναφέρεται στην ιστορική περιοχή της Wallonia στο Βέλγιο. Η γλώσσα Walloon έχει επιρροές από την παλαιότερη γαλλική και γερμανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Walloon language (γλώσσα Walloon) - Walloon person (Ουαλλόνος)
Αντώνυμα: Η έννοια στα αγγλικά δεν έχει άμεσα αντώνυμα, αλλά σε πολιτισμικό επίπεδο μπορεί να αντιπαραταχθεί με άλλες γλώσσες που ομιλούνται στη Βέλγιο, όπως τα γαλλικά ή τα ολλανδικά.