Worship: Ρήμα / Ουσιαστικό
/ˈwɜːrʃɪp/
Η λέξη "worship" αναφέρεται στη διαδικασία ή την πράξη της λατρείας ή της τιμής που απονέμεται σε έναν θεό ή σε μια θεότητα. Μπορεί να χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μια έντονη εκτίμηση ή θαυμασμό προς κάποιον ή κάτι. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά και επίσημα πλαίσια.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε θρησκευτικά κείμενα και συζητήσεις.
Πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Κυριακή για να προσκυνήσει.
The community gathered to worship together during the festival.
Η κοινότητα συγκεντρώθηκε για να λατρέψει μαζί κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ.
Many cultures have unique ways to worship their gods.
"Αυτός λάτρευε το έδαφος που πατούσε από τη μέρα που γνωρίστηκαν."
Worship on high: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ιερή ή πνευματική κατάσταση.
"Πιστεύουν ότι η αληθινή λατρεία στα ύψη μπορεί να θεραπεύσει την ψυχή."
Worshipping at the altar of something: Να έχεις μια πολύ έντονη και αφοσιωμένη σχέση με κάτι, όπως μια ιδέα ή έναν σκοπό.
Η λέξη "worship" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "weorþscipe," η οποία σημαίνει την κατάσταση ή την ποιότητα της αξίας. Προέρχεται επίσης από τις λέξεις "weorþ" (αξία) και "scipe" (ποιότητα ή κατάσταση).
Συνώνυμα: Λατρεία, προσκύνημα, τιμή, αναγνώριση
Αντώνυμα: Περιφρόνηση, αδιαφορία, απαξίωση, απιστία