Worship - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

Worship (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Worship: Ρήμα / Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/ˈwɜːrʃɪp/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "worship" αναφέρεται στη διαδικασία ή την πράξη της λατρείας ή της τιμής που απονέμεται σε έναν θεό ή σε μια θεότητα. Μπορεί να χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μια έντονη εκτίμηση ή θαυμασμό προς κάποιον ή κάτι. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά και επίσημα πλαίσια.

Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε θρησκευτικά κείμενα και συζητήσεις.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. She goes to church every Sunday to worship.
  2. Πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Κυριακή για να προσκυνήσει.

  3. The community gathered to worship together during the festival.

  4. Η κοινότητα συγκεντρώθηκε για να λατρέψει μαζί κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ.

  5. Many cultures have unique ways to worship their gods.

  6. Πολλές κουλτούρες έχουν μοναδικούς τρόπους να λατρεύουν τους θεούς τους.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "worship"

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "worship" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "weorþscipe," η οποία σημαίνει την κατάσταση ή την ποιότητα της αξίας. Προέρχεται επίσης από τις λέξεις "weorþ" (αξία) και "scipe" (ποιότητα ή κατάσταση).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: Λατρεία, προσκύνημα, τιμή, αναγνώριση

Αντώνυμα: Περιφρόνηση, αδιαφορία, απαξίωση, απιστία



25-07-2024