Ο όρος "X chromosome" είναι ουσιαστικό (noun).
/ɛks ˈkrɒməˌsoʊm/
Το χρωμόσωμα Χ είναι ένα από τα δύο χρωμοσώματα που καθορίζουν το φύλο στα θηλαστικά. Σε ανθρώπους, οι γυναίκες έχουν δύο χρωμοσώματα Χ (XX), ενώ οι άνδρες έχουν ένα χρωμόσωμα Χ και ένα Υ (XY). Το χρωμόσωμα Χ περιέχει ένα σημαντικό αριθμό γονιδίων που είναι απαραίτητα για πολλές σωματικές και αναπαραγωγικές λειτουργίες.
Η χρήση του όρου είναι συνηθισμένη στη βιολογία και τη γενετική. Η δομή του είναι πιο συχνά συναντώμενη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε επιστημονικές συζητήσεις.
"Το χρωμόσωμα Χ φέρει πολλά σημαντικά γονίδια για την ανάπτυξη."
"In some genetic disorders, the X chromosome plays a crucial role."
"Σε ορισμένες γενετικές διαταραχές, το χρωμόσωμα Χ διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο."
"Females have two copies of the X chromosome, while males have one."
Αν και ο όρος "X chromosome" δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες επιστημονικές ή τεχνικές φράσεις που σχετίζονται με τη γενετική και το χρωματοσωματικό σύστημα, όπως:
"Εκείνη κληρονόμησε το μεταλλαγμένο γονίδιο από το χρωμόσωμα Χ της."
"The research focused on the relationship between the X chromosome and certain diseases."
"Η έρευνα επικεντρώθηκε στη σχέση μεταξύ του χρωμοσώματος Χ και ορισμένων ασθενειών."
"Males are more likely to express certain traits linked to the X chromosome."
Ο όρος "X chromosome" προέρχεται από τη χρήση του "X" για να αναπαραστήσει το χρωμόσωμα σε επιστημονικές κιτάξεις, με το "X" να επιλέγεται αρχικά λόγω της ακαθόριστης φύσης του πριν από την ανακάλυψη της δομής του.
Συνώνυμα: - Χρωμόσωμα Χ (στην ελληνική) - Χρωμοσωματική μονάδα (σε ορισμένα πλαίσια)
Αντώνυμα: - Χρωμόσωμα Υ (Y chromosome): Το χρωμόσωμα που σχετίζεται κυρίως με το αρσενικό φύλο στα θηλαστικά.