"X lead" μπορεί να αναφέρεται σε "lead" ως ουσιαστικό ή ρήμα, ενώ το "X" δεν έχει συγκεκριμένο μέρος του λόγου καθώς είναι μια μεταβλητή. Ωστόσο, για την προκειμένη περίπτωση, μπορούμε να δούμε τη λέξη "lead" ως ρήμα και ουσιαστικό.
/A>b/ "lead" [liːd] για την ρήμα μορφή.
Η λέξη "lead" στα Αγγλικά μπορεί να σημαίνει:
Η χρήση της λέξης "lead" είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, αλλά παρατηρείται υψηλότερη συχνότητα στο γραπτό λόγο, ειδικά στα επιχειρηματικά και επιστημονικά περιεχόμενα.
"Το X μας οδήγησε να πιστέψουμε ότι θα μπορούσαμε να κερδίσουμε."
Many companies look for a strong lead in their teams.
"Πολλές εταιρείες αναζητούν μια ισχυρή ηγεσία στις ομάδες τους."
You should lead your team with confidence.
Οι εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "lead" συχνά χρησιμοποιούνται για να μεταδώσουν ηγετικά ή καθοδηγητικά μηνύματα. Ακολουθούν μερικές από αυτές τις εκφράσεις:
"Ηγείσου με το παράδειγμα." (Σημαίνει να δείχνεις το σωστό τρόπο με τις πράξεις σου.)
Take the lead.
"Πάρε τη ηγεσία." (Σημαίνει να αναλάβεις την πρωτοβουλία.)
Lead someone on.
"Οδηγώ κάποιον." (Σημαίνει να παραπλανείς κάποιον για τα αισθήματά σου ή τις προθέσεις σου.)
Lead the way.
"Οδήγησε το δρόμο." (Σημαίνει να δείξεις τον δρόμο ή να καθοδηγήσεις άλλους.)
Lead a charmed life.
Η λέξη "lead" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "lǣdan" που σήμαινε "να οδηγήσει". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με άλλες γερμανικές γλώσσες που σημαίνουν κάτι παρόμοιο.
Συνώνυμα: - Guide (καθοδηγώ) - Direct (κατευθύνω) - Conduct (διευθύνω)
Αντώνυμα: - Follow (ακολουθώ) - Mislead (παραπλανώ) - Hinder (παρακωλύω)