Ουσιαστικό
/ˈzaɪtɡaɪst/
Η λέξη "zeitgeist" προέρχεται από τα γερμανικά και σημαίνει "πνεύμα της εποχής". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις γενικές τάσεις, τις ιδέες, τις στάσεις και τις πεποιθήσεις που χαρακτηρίζουν μια χρονική περίοδο ή μια κοινωνία. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά, κοινωνικά, και πολιτιστικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Η ταινία αποτυπώνει το πνεύμα της εποχής της δεκαετίας του 1980.
Scholars often analyze the zeitgeist to understand cultural shifts.
Οι μελετητές αναλύουν συχνά το πνεύμα της εποχής για να κατανοήσουν τις πολιτιστικές μετατοπίσεις.
The fashion trends reflect the zeitgeist of modern society.
Η λέξη "zeitgeist" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον πολιτισμό και τις κοινωνικές αλλαγές.
Το πνεύμα της εποχής αλλάζει προς τη βιωσιμότητα.
Artists often respond to the zeitgeist through their work.
Οι καλλιτέχνες συχνά ανταγωνίζονται το πνεύμα της εποχής μέσω του έργου τους.
Understanding the zeitgeist is crucial for marketers.
Η κατανόηση του πνεύματος της εποχής είναι κρίσιμη για τους διαφημιστές.
The zeitgeist of the 1960s was characterized by counterculture movements.
Το πνεύμα της εποχής της δεκαετίας του 1960 χαρακτηριζόταν από κινήματα αντεπίθεσης.
Music often reflects the zeitgeist of its time.
Η λέξη "zeitgeist" προέρχεται από τη γερμανική γλώσσα, όπου “Zeit” σημαίνει "χρόνος" και “Geist” σημαίνει "πνεύμα". Εισήχθη στην αγγλική γλώσσα τον 19ο αιώνα.