Ο συνδυασμός λέξεων "a garden strip" λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun).
/a ˈɡɑːrdən strɪp/
Η φράση "a garden strip" αναφέρεται συνήθως σε μια περιορισμένη ξηρά ή λωρίδα γης που είτε είναι φυτεμένη με φυτά, λουλούδια ή λαχανικά είτε έχει διαμορφωθεί για να χρησιμοποιηθεί ως κήπος. Αυτή η δομή μπορεί να βρίσκεται στον κήπο ενός σπιτιού, κατά μήκος ενός δρόμου ή σε δημόσιες περιοχές.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια που σχετίζονται με την κηπουρική, την αρχιτεκτονική τοπίου και τον σχεδιασμό υπαίθριων χώρων.
We decided to plant flowers in a garden strip along the fence.
Αποφασίσαμε να φυτέψουμε λουλούδια σε μια λωρίδα κήπου κατά μήκος του φράχτη.
The community center is creating a garden strip for local residents to enjoy.
Το κοινοτικό κέντρο δημιουργεί μια λωρίδα κήπου για να απολαύσουν οι τοπικοί κάτοικοι.
A garden strip can enhance the aesthetic appeal of your backyard.
Μια λωρίδα κήπου μπορεί να ενισχύσει την αισθητική του πίσω κήπου σας.
Η φράση "a garden strip" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με περισσότερες γενικές φράσεις σχετικά με την κηπουρική και τη φύση.
He loves to spend his weekends working in a garden strip.
Του αρέσει να περνά τις Κυριακές του δουλεύοντας σε μια λωρίδα κήπου.
Transforming a garden strip into a vegetable patch can be rewarding.
Η μετατροπή μιας λωρίδας κήπου σε φυτεία λαχανικών μπορεί να είναι ανταγωνιστική.
She recommends planting perennials in a garden strip for lasting beauty.
Συνιστά να φυτεύετε πολυετή φυτά σε μια λωρίδα κήπου για διαρκή ομορφιά.
Ο όρος "garden" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "gardin", που αναφέρεται σε έναν περιφραγμένο χώρο για φυτά, και η λέξη "strip" προέρχεται από την αγγλική "strip", που σημαίνει λωρίδα ή ταινία.
Συνώνυμα: - garden bed (κήπος) - border (όριο) - plot (πλοχ)
Αντώνυμα: - wasteland (ερημιά) - barren land (άγονη γη) - urban area (αστική περιοχή)