a happenstance witness (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Ίδιος είναι το ουσιαστικό και το επίθετο: "happenstance" (ως επίθετο: τυχαίος), "witness" (ουσιαστικό: μάρτυρας).
Φωνητική μεταγραφή
/ə ˈhæpənstæns ˈwɪtnəs/
Επιλογές μετάφρασης
Happenstance:
τυχαίο γεγονός
συμπτωματική κατάσταση
Witness:
μάρτυρας
αυτόπτης μάρτυρας
Σημασία της λέξης
"Happenstance witness" αναφέρεται σε κάποιον που είναι αυτόπτης μάρτυρας ενός γεγονότος, αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να παρακολουθήσει ή να συμμετάσχει. Ο όρος "happenstance" περιγράφει μια τυχαία ή απρόβλεπτη κατάσταση.
Χρήση στη γλώσσα: Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά ζητήματα ή σε περιγραφές εγκληματικών έργων.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε νομικά ή δημοσιογραφικά κείμενα.
Παραδειγματικές προτάσεις
The happenstance witness discovered the accident as he was walking by.
Ο τυχαίος μάρτυρας ανακάλυψε το ατύχημα καθώς περπατούσε.
Being a happenstance witness, she didn't know she had to report what she saw.
Ως τυχαία μάρτυρας, δεν ήξερε ότι έπρεπε να αναφέρει όσα είδε.
The happenstance witness provided crucial information to the police.
Ο τυχαίος μάρτυρας παρείχε κρίσιμες πληροφορίες στην αστυνομία.
Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη εισαγωγής
"A happenstance witness could change the course of an investigation."
Ένας τυχαίος μάρτυρας μπορεί να αλλάξει τη ροή μιας έρευνας.
"Being an happenstance witness made him feel responsible for the events."
Το γεγονός ότι ήταν τυχαίος μάρτυρας τον έκανε να νιώθει υπεύθυνος για τα γεγονότα.
"Sometimes, the most important information comes from a happenstance witness."
Μερικές φορές, οι πιο σημαντικές πληροφορίες προέρχονται από έναν τυχαίο μάρτυρα.
"The testimony of a happenstance witness can be pivotal in a court case."
Η κατάθεση ενός τυχαίου μάρτυρα μπορεί να είναι κομβική σε μια δίκη.
"He had no intention of being a happenstance witness, but fate had other plans."
Δεν είχε καμία πρόθεση να είναι τυχαίος μάρτυρας, αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια.
Ετυμολογία της λέξης
Happenstance: Προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "happen" (συμβαίνει) και "circumstance" (περίσταση).
Witness: Από τα παλιά αγγλικά "witness", προερχόμενο από το γερμανικό "zeugen" (να μαρτυρεί).