Ο όρος "a hard-core criminal" είναι ουσιαστικό.
/ə hɑrd-kɔr ˈkrɪmɪnəl/
Ο όρος "a hard-core criminal" αναφέρεται σε έναν εγκληματία που διαπράττει σοβαρές ή επαναλαμβανόμενες εγκληματικές πράξεις, συχνά με αποδεδειγμένη πρόθεση και προαίρεση. Οι σκληροί εγκληματίες είναι συχνά αυτοί που δεν αποδείχθηκαν σε μεταρρυθμίσεις ή βελτίωση, και οι οποίοι συχνά εμπλέκονται σε βίαια ή άλλες σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες.
Η χρήση του όρου "hard-core criminal" είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα, άρθρα ειδήσεων ή αστυνομικές αναφορές.
Πολλοί σκληροί εγκληματίες δεν ανταποκρίνονται καλά στα προγράμματα αποκατάστασης.
The police are focusing on tracking down hard-core criminals in the area.
Η αστυνομία επικεντρώνεται στην παρακολούθηση σκληρών εγκληματιών στην περιοχή.
A hard-core criminal often has a lengthy history of offenses.
Ο όρος "hard-core" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει την ένταση ή το πάθος ενός ατόμου σχετικά με κάτι.
Είναι σκληρός παίκτης που περνά το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου του παίζοντας.
She is a hard-core fan of that band, attending every concert they hold.
Είναι σκληρή θαυμάστρια αυτού του συγκροτήματος, παρακολουθώντας κάθε συναυλία που διοργανώνουν.
The documentary showcased a hard-core group of activists fighting for environmental rights.
Το ντοκιμαντέρ παρουσίασε μια σκληρή ομάδα ακτιβιστών που αγωνίζεται για τα δικαιώματα του περιβάλλοντος.
He has hard-core beliefs about his political views that he never compromises on.
Ο όρος "hard-core" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "hard" σημαίνει σκληρός και "core" αναφέρεται στο κεντρικό ή βασικό μέρος κάποιου πράγματος. Όταν συνδυάζονται, υποδεικνύουν έναν βασικό ή θεμελιώδη χαρακτήρα, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προσήλωση ή την αφοσίωση σε κάτι.
Συνώνυμα: - Σκληρός εγκληματίας - Επαναλαμβανόμενος εγκληματίας
Αντώνυμα: - Άκρως ευγενής πολίτης - Ένας αναμορφωμένος εγκληματίας