Η φράση "a prentice hand" περιλαμβάνει μια αόριστη άρθρωση ("a") ακολουθούμενη από τις λέξεις "prentice hand." "Prentice" μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο ή ως ουσιαστικό σε άλλες μορφές, αλλά εδώ παρουσιάζεται ενωμένη με το "hand" ως ουσιαστικό σύστημα.
/ə ˈprɛntɪs hænd/
Η φράση "a prentice hand" αναφέρεται συνήθως σε ένα χέρι που ανήκει σε έναν μαθητευόμενο ή αρχάριο, δηλαδή σε κάποιον που βρίσκεται στην αρχική φάση της εκπαίδευσης, συνήθως σε ένα επαγγελματικό ή τεχνικό πεδίο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον με λιγότερη εμπειρία και δεξιότητες.
Συχνότητα Χρήσης: Αυτή η φράση δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε ιστορικά ή εκπαιδευτικά συμφραζόμενα.
Γραπτός vs Προφορικός Λόγος: Χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ιδίως σε κείμενα που σχετίζονται με την ιστορία ή την τέχνη της μάθησης.
He worked with a prentice hand, struggling to master the craft.
Δούλευε με ένα χέρι μαθητευόμενου, αγωνιζόμενος να αποκτήσει την τέχνη.
The carpenter showed patience as he guided the prentice hand through the intricate process.
Ο ξυλουργός έδειξε υπομονή καθώς καθοδηγούσε το χέρι του μαθητευόμενου μέσα από τη σύνθετη διαδικασία.
A prentice hand often makes mistakes, but it's part of learning.
Ένα χέρι μαθητευόμενου συχνά κάνει λάθη, αλλά είναι μέρος της εκμάθησης.
"He has the skills of a master, not just a prentice hand."
Έχει τις ικανότητες ενός μάστερ, όχι απλώς ενός χεριού μαθητευόμενου.
"She learned quickly, proving that even a prentice hand can create wonders."
Έμαθε γρήγορα, αποδεικνύοντας ότι ακόμα και ένα χέρι μαθητευόμενου μπορεί να δημιουργήσει θαύματα.
"Don't underestimate a prentice hand; they might surprise you with new ideas."
Μην υποτιμάς ένα χέρι μαθητευόμενου; Μπορεί να σε εκπλήξουν με νέες ιδέες.
"With a prentice hand by his side, he felt more confident in his work."
Με ένα χέρι μαθητευόμενου δίπλα του, ένιωθε πιο σίγουρος για τη δουλειά του.
"A prentice hand is just the beginning of a great journey."
Ένα χέρι μαθητευόμενου είναι απλώς η αρχή μιας σπουδαίας πορείας.
Η λέξη "prentice" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "prentis," που σημαίνει μαθητευόμενος ή αρχάριος, και σχετίζεται με το γαλλικό "apprenti," που έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα:
- μαθητευόμενος
- αρχάριος
Αντώνυμα:
- έμπειρος
- ειδικός