Phrase: a property
Part of Speech: Noun
Phonetic Transcription: /ə ˈprɒpərti/
Η λέξη "property" στα Αγγλικά αναφέρεται σε κάτι που ανήκει σε κάποιον, δίνοντας υπόσταση στη νομική ή φυσική ιδιοκτησία. Μπορεί επίσης να περιγράφει χαρακτηριστικά ή ποιότητες που σχετίζονται με ένα αντικείμενο ή ένα θέμα. Η χρήση της είναι συχνή και παρατηρείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, με μία ελαφριά προτίμηση στη γραπτή μορφή.
The house is a property that has been in my family for generations.
Το σπίτι είναι μία ιδιοκτησία που είναι στην οικογένειά μου για γενιές.
He invested in a property in the city to earn rental income.
Επένδυσε σε μία ιδιοκτησία στην πόλη για να κερδίσει εισόδημα από ενοίκια.
The property of the diamond makes it very valuable.
Το χαρακτηριστικό του διαμαντιού το καθιστά πολύ πολύτιμο.
Η λέξη "property" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
In property ownership
Η ιδιοκτησία είναι απαραίτητη για την οικονομική ασφάλεια.
Property ownership is essential for financial security.
Natural property
Το φυσικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία πρέπει να προστατεύεται.
Natural property rights must be protected.
Real property
Χρειάζεσαι νομικό σύμβουλο κατά την αγορά πραγματικής ιδιοκτησίας.
You need a legal advisor when purchasing real property.
Property rights
Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας είναι θεμελιώδη για την οικονομική ανάπτυξη.
Property rights are fundamental to economic development.
Personal property
Η ασφάλιση προσωπικής ιδιοκτησίας είναι σημαντική για την προστασία των αγαθών.
Personal property insurance is important for protecting belongings.
Η λέξη "property" προέρχεται από το λατινικό "proprietas", που σημαίνει "ιδιότητα", και επί του παρόντος είναι σε χρήση από τον 14ο αιώνα στην Αγγλική γλώσσα.
Συνώνυμα:
- asset
- ownership
- estate
- characteristic
- quality
Αντώνυμα:
- lack
- absence
- non-ownership
- deprivation