a property - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

a property (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Phrase: a property
Part of Speech: Noun

Φωνητική μεταγραφή

Phonetic Transcription: /ə ˈprɒpərti/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "property" στα Αγγλικά αναφέρεται σε κάτι που ανήκει σε κάποιον, δίνοντας υπόσταση στη νομική ή φυσική ιδιοκτησία. Μπορεί επίσης να περιγράφει χαρακτηριστικά ή ποιότητες που σχετίζονται με ένα αντικείμενο ή ένα θέμα. Η χρήση της είναι συχνή και παρατηρείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, με μία ελαφριά προτίμηση στη γραπτή μορφή.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The house is a property that has been in my family for generations.
    Το σπίτι είναι μία ιδιοκτησία που είναι στην οικογένειά μου για γενιές.

  2. He invested in a property in the city to earn rental income.
    Επένδυσε σε μία ιδιοκτησία στην πόλη για να κερδίσει εισόδημα από ενοίκια.

  3. The property of the diamond makes it very valuable.
    Το χαρακτηριστικό του διαμαντιού το καθιστά πολύ πολύτιμο.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "property" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "property" προέρχεται από το λατινικό "proprietas", που σημαίνει "ιδιότητα", και επί του παρόντος είναι σε χρήση από τον 14ο αιώνα στην Αγγλική γλώσσα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asset
- ownership
- estate
- characteristic
- quality

Αντώνυμα: - lack
- absence
- non-ownership
- deprivation



25-07-2024