abbreviature: ουσιαστικό
/əˌbriːviˈeɪtʃər/
Αβραβιτούρα, συντομογραφία
Η λέξη "abbreviature" αναφέρεται σε μια σύντομη μορφή λέξης ή φράσης που έχει δημιουργηθεί με την αφαίρεση ορισμένων γραμμάτων ή συλλαβών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο για να απλοποιήσει τη συγγραφή ή για να εξοικονομήσει χώρο. Εμφανίζεται συχνά σε επιστημονικά, τεχνικά ή επαγγελματικά κείμενα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και συνήθως συναντάται περισσότερο στο γραπτό κείμενο παρά στην προφορική γλώσσα.
Έγραψε τη λέξη στην αβραβιτούρα της για να εξοικονομήσει χώρο στις σημειώσεις του.
The teacher explained the use of abbreviature in academic writing.
Ο δάσκαλος εξήγησε τη χρήση της αβραβιτούρας στην ακαδημαϊκή συγγραφή.
Many medical terms have widely accepted abbreviatures.
Η λέξη "abbreviature" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με άλλες εκφράσεις που αφορούν τη σύντμηση:
"Πρέπει να υποβάλετε τις αναφορές σας σε αβραβιτούρα για να συμμορφωθείτε με τις νέες οδηγίες."
Common abbreviature: Refers to widely accepted synonyms or acronyms.
"Η κοινή αβραβιτούρα για το 'και τα λοιπά' είναι το 'κλπ.'"
Technical abbreviature: A term specific to technical fields.
Η λέξη "abbreviature" προέρχεται από τη λατινική λέξη "abbreviatura", που σημαίνει "συντομία" και προέρχεται από το "abbreviat-", το οποίο είναι το παθητικό συμμετοχή του ρήματος "abbreviare", που σημαίνει "συμπτύσσω".
Συνώνυμα: συντομογραφία, σύμβολα, αβραβιτούρα
Αντώνυμα: πλήρης μορφή, μακροσκελής περιγραφή