Η λέξη "abhorrence" αναφέρεται σε μια έντονη αίσθηση αποστροφής ή υπερβολικής αντιπάθειας προς κάτι. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει συναισθήματα απέναντι σε θλιβερές ή ανήθικες καταστάσεις και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Ωστόσο, χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε λογοτεχνικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Η αποστροφή που ένιωθε απέναντι στην αδικία ήταν αισθητή.
His abhorrence for cruelty made him advocate for animal rights.
Η αποστροφή του για την σκληρότητα τον έκανε να υποστηρίζει τα δικαιώματα των ζώων.
They expressed their abhorrence of the war during the protest.
Η λέξη "abhorrence" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολύ γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συναντηθεί σε φράσεις που εκφράζουν έντονα συναισθήματα ή κοινωνικές κρίσεις.
Εκφράζει την αποστροφή του για τη βία με οποιαδήποτε μορφή.
The movie was filled with scenes that evoked abhorrence and disgust.
Η ταινία ήταν γεμάτη με σκηνές που προκαλούσαν αποστροφή και αηδία.
Abhorrence for corruption should unite us as a society.
Η λέξη "abhorrence" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "abhorrere," που σημαίνει "να ανατρέπεται από" ή "να απεχθάνεται." Η σύνθεση του "ab-" (μακριά) και "horrere" (να τρέμεις) υποδηλώνει την αίσθηση του τρόμου ή της αποστροφής προς κάτι.