Η λέξη "abilities" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - ικανότητες - δεξιότητες - δυνατότητες
Η λέξη "abilities" είναι το ουσιαστικό της λέξης "ability".
Σημαίνει κάτι που μπορεί να γίνει ή να επιτευχθεί, και μπορεί να σχετίζεται με φυσικά, πνευματικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά.
Ρήμα (Verb):
Δεν είναι ρήμα αλλά μπορεί να συνδέεται με ρήματα όπως «to enable», «to empower», που αποδίδουν την έννοια της ενίσχυσης ή ενεργοποίησης ικανοτήτων.
Επίθετο (Adjective):
Η λέξη "abilities" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε συγκεκριμένες δεξιότητες ή δυνατότητες ενός ατόμου να εκτελεί κάποιες εργασίες ή καθήκοντα. Στον πληθυντικό, υποδηλώνει την ποικιλία και το εύρος των ικανοτήτων που μπορεί να έχει κανείς.
Η λέξη "abilities" είναι αρκετά συχνή στην αγγλική γλώσσα, κυρίως σε περιβάλλοντα όπου συζητώνται επαγγελματικές ικανότητες ή επιδόσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά, ακαδημαϊκά, και ψυχολογικά κείμενα.
Η λέξη "abilities" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην προφορική και στη γραπτή ομιλία. Σε επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές περιστάσεις, είναι περισσότερο συνηθισμένο να τη συναντάμε γραπτώς.
"Έχει πολλές ικανότητες που την κάνουν εξαιρετική ηγέτη."
"Developing your abilities can lead to career advancement."
"Η ανάπτυξη των ικανοτήτων σας μπορεί να οδηγήσει σε επαγγελματική ανέλιξη."
"Different people have different abilities."
Η λέξη "ability" προέρχεται από το λατινικό "habilitas", το οποίο σημαίνει "ικανότητα". Η πρόθεση του "habilis" μεταφράζεται ως "ικανός, ικανός να κάνει κάτι". Συνδυάζοντας τον αρχαίο ελληνικό ήχο και την ροπή της λέξης, δημιουργεί μια σύνθεση που τονίζει τη δυνατότητα και τον δυναμισμό που φέρει η ικανότητα στο ανθρώπινο βίο.