abilities - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

abilities (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Ανάλυση της λέξης "abilities"

Δυνατές επιλογές μετάφρασης στα Ελληνικά

Η λέξη "abilities" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - ικανότητες - δεξιότητες - δυνατότητες

Τι μέρος του λόγου μπορεί να είναι η λέξη στα Αγγλικά;

Η λέξη "abilities" είναι το ουσιαστικό της λέξης "ability".

Περισσότερες λεπτομέρειες:

  1. Ουσιαστικό (Noun):
  2. Στο ενικό, η λέξη είναι "ability", που αναφέρεται σε μια ικανότητα ή δυνατότητα να εκτελεί κάποιος μια συγκεκριμένη πράξη ή εργασία.
  3. Στο πληθυντικό, "abilities", αναφέρεται στην ύπαρξη πολλών ικανοτήτων ή δεξιοτήτων.
  4. Σημαίνει κάτι που μπορεί να γίνει ή να επιτευχθεί, και μπορεί να σχετίζεται με φυσικά, πνευματικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά.

  5. Ρήμα (Verb):

  6. Δεν είναι ρήμα αλλά μπορεί να συνδέεται με ρήματα όπως «to enable», «to empower», που αποδίδουν την έννοια της ενίσχυσης ή ενεργοποίησης ικανοτήτων.

  7. Επίθετο (Adjective):

  8. Δεν είναι επίθετο, αν και σχετικές λέξεις όπως "able" ή "capable" μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν την ικανότητα κάποιου.

Πώς χρησιμοποιείται η λέξη στα Αγγλικά

Η λέξη "abilities" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε συγκεκριμένες δεξιότητες ή δυνατότητες ενός ατόμου να εκτελεί κάποιες εργασίες ή καθήκοντα. Στον πληθυντικό, υποδηλώνει την ποικιλία και το εύρος των ικανοτήτων που μπορεί να έχει κανείς.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "abilities" είναι αρκετά συχνή στην αγγλική γλώσσα, κυρίως σε περιβάλλοντα όπου συζητώνται επαγγελματικές ικανότητες ή επιδόσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά, ακαδημαϊκά, και ψυχολογικά κείμενα.

Χρησιμοποιείται σε προφορική ή γραπτή ομιλία;

Η λέξη "abilities" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην προφορική και στη γραπτή ομιλία. Σε επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές περιστάσεις, είναι περισσότερο συνηθισμένο να τη συναντάμε γραπτώς.

Παραδείγματα χρήσης στα Αγγλικά (με μετάφραση στα Ελληνικά)

  1. "She has many abilities that make her a great leader."
  2. "Έχει πολλές ικανότητες που την κάνουν εξαιρετική ηγέτη."

  3. "Developing your abilities can lead to career advancement."

  4. "Η ανάπτυξη των ικανοτήτων σας μπορεί να οδηγήσει σε επαγγελματική ανέλιξη."

  5. "Different people have different abilities."

  6. "Διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικές ικανότητες."

Ετυμολογία

Η λέξη "ability" προέρχεται από το λατινικό "habilitas", το οποίο σημαίνει "ικανότητα". Η πρόθεση του "habilis" μεταφράζεται ως "ικανός, ικανός να κάνει κάτι". Συνδυάζοντας τον αρχαίο ελληνικό ήχο και την ροπή της λέξης, δημιουργεί μια σύνθεση που τονίζει τη δυνατότητα και τον δυναμισμό που φέρει η ικανότητα στο ανθρώπινο βίο.