Επίθετο
/əˈbɔː.tɪv.li/
Η λέξη "abortively" αναφέρεται στην ενέργεια ή την πράξη μιας υποκειμενικής δραστηριότητας που δεν ολοκληρώνεται ή δεν είναι επιτυχής. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις που κάτι αποτυγχάνει να πραγματοποιηθεί όπως προβλέπεται ή επιθυμείται. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και επίσημες αναφορές και είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
Το έργο τελείωσε αποτυχημένα λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.
He attempted to start a new company, but it was aborted abortively.
Προσπάθησε να ξεκινήσει μια νέα εταιρεία, αλλά απέτυχε αναποτελεσματικά.
Their relationship ended abortively after only a few months.
Η λέξη "abortively" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αντίστοιχες φράσεις που αναφέρονται σε αποτυχίες ή πρόωρες λήξεις:
Προσπάθησε να πουλήσει την ιδέα του, αλλά έπεσε σε αποτυχία.
The negotiations concluded abortively, leaving both sides frustrated.
Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν αναποτελεσματικά, αφήνοντας και τις δύο πλευρές απογοητευμένες.
After several abortively started projects, she decided to focus on one at a time.
Η λέξη "abortively" προέρχεται από τη ρίζα "abort" που σημαίνει να σταματά ή να ακυρώνει πριν από την ολοκλήρωση, και το "ively" που υποδηλώνει τον τρόπο.
Συνώνυμα: - Unsuccessfully (αποτυγχάνοντας) - Prematurely (πρόωρα) - Ineffectively (αναποτελεσματικά)
Αντώνυμα: - Successfully (με επιτυχία) - Effectively (αποτελεσματικά) - Fruitfully (καρποφόρα)
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια λεπτομερή παρουσίαση της λέξης "abortively".