Αγγλικά: Adjective
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /əˈbreɪ.sɪv/
Η λέξη "abrasive" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ικανό να τρίβει, να φθείρει ή να προκαλεί ζημιά σε μια επιφάνεια, είτε σωματικά είτε μεταφορικά. Μπορεί να αναφέρεται σε υλικά που έχουν τραχιά επιφάνεια (όπως άμμος) ή να περιγράψει τη συμπεριφορά ενός ατόμου που είναι ενοχλητικός ή επιθετικός.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται σε γραπτά και προφορικά κείμενα, ωστόσο τείνει να είναι πιο κοινή σε τεχνικά κείμενα ή σε περιγραφές των προσωπικών σχέσεων.
Χρησιμοποίησε ένα αποξεωτικό υλικό για να καθαρίσει την επιφάνεια.
Her abrasive remarks often upset her colleagues.
Οι αποτριχωτικές παρατηρήσεις της συχνά ενοχλούν τους συναδέλφους της.
The abrasive texture of the sandpaper made it effective for sanding wood.
Η λέξη "abrasive" έχει μερικές ιδιωματικές χρήσεις που αναδεικνύουν την επιθετική ή σκληρή πλευρά της.
Έχει μια αποξεωτική προσωπικότητα που δεν ταιριάζει σε όλους.
Her abrasive comments often leave people feeling hurt.
Οι αποτριχωτικές της παρατηρήσεις συχνά κάνουν τους ανθρώπους να νιώθουν πληγωμένοι.
Avoiding abrasive interactions can improve workplace morale.
Η αποφυγή αποτριχωτικών αλληλεπιδράσεων μπορεί να βελτιώσει την ηθική στο χώρο εργασίας.
The CEO’s abrasive management style caused high employee turnover.
Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό "abrasivus", που σημαίνει "αποξεωτικός", το οποίο προέρχεται από το ρήμα "abradere" που σημαίνει "τρίβω ή αποξεύω".
Συνώνυμα: - Rough - Harsh - Rude
Αντώνυμα: - Smooth - Gentle - Polite
Η λέξη "abrasive" είναι ευρέως αποδεκτή σε διάφορες περιπτώσεις, ξεκινώντας από την περιγραφή υλικών μέχρι την αναφορά στην ανθρώπινη συμπεριφορά, και χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και κοινωνικά πλαίσια.