abridged proof - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

abridged proof (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Abridged proof: Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/əˈbrɪdʒd pruːf/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "abridged proof" αναφέρεται σε μια απόδειξη η οποία έχει συντομευτεί ή έχει παραληφθεί περιττό περιεχόμενο ώστε να είναι πιο περιεκτική και κατανοητή. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μαθηματική, νομική ή επιστημονική γλώσσα, για να αναφερθεί σε διαδικασίες που αποδεικνύουν μια θεωρία ή μια δήλωση, με τη χρήση λιγότερων βημάτων ή σε λιγότερες λέξεις.

Συχνότητα χρήσης

Ο όρος "abridged proof" χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ακαδημαϊκά κείμενα, άρθρα και βιβλία, παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

Ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο

Ενώ ο όρος "abridged proof" δεν είναι κοινός σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να παρατηρηθούν κάποιες προτάσεις που σχετίζονται με τον όρο:

Ετυμολογία

Ο όρος "abridged" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "abridgere", που σημαίνει «να συντομεύω» ή «να περικόπτω». Ο όρος "proof" έχει αγγλική προέλευση και συνδέεται με τη διαδικασία απόδειξης ή εκθέσεως μιας υπόθεσης ή θεωρίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Condensed proof - Summarized proof - Shortened proof

Αντώνυμα: - Elaborate proof - Detailed proof - Extended proof



25-07-2024