Abridged proof: Ουσιαστικό
/əˈbrɪdʒd pruːf/
Ο όρος "abridged proof" αναφέρεται σε μια απόδειξη η οποία έχει συντομευτεί ή έχει παραληφθεί περιττό περιεχόμενο ώστε να είναι πιο περιεκτική και κατανοητή. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μαθηματική, νομική ή επιστημονική γλώσσα, για να αναφερθεί σε διαδικασίες που αποδεικνύουν μια θεωρία ή μια δήλωση, με τη χρήση λιγότερων βημάτων ή σε λιγότερες λέξεις.
Ο όρος "abridged proof" χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ακαδημαϊκά κείμενα, άρθρα και βιβλία, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο συγγραφέας παρείχε μια συντομευμένη απόδειξη της θεωρίας για την καθαρότητα.
To save space, the journal accepted only the abridged proof of the findings.
Ενώ ο όρος "abridged proof" δεν είναι κοινός σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να παρατηρηθούν κάποιες προτάσεις που σχετίζονται με τον όρο:
Χωρίς μια συντομευμένη απόδειξη, το επιχείρημα χάνει τη δύναμή του.
An abridged proof often highlights essential information that is easy to overlook in a lengthy explanation.
Μια συντομευμένη απόδειξη συχνά τονίζει τις βασικές πληροφορίες που είναι εύκολο να παραλειφθούν σε μια μακροσκελή εξήγηση.
In academic writing, an abridged proof is helpful for summarizing complex concepts.
Ο όρος "abridged" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "abridgere", που σημαίνει «να συντομεύω» ή «να περικόπτω». Ο όρος "proof" έχει αγγλική προέλευση και συνδέεται με τη διαδικασία απόδειξης ή εκθέσεως μιας υπόθεσης ή θεωρίας.
Συνώνυμα: - Condensed proof - Summarized proof - Shortened proof
Αντώνυμα: - Elaborate proof - Detailed proof - Extended proof