Το "abscond" είναι ρήμα.
/aˈbskɒnd/
Η λέξη "abscond" χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη δράση κάποιου που φεύγει κρυφά, συχνά με έναν σκοπό να αποφύγει νομικές συνέπειες ή υποχρεώσεις. Πρόκειται για έναν όρο που μπορεί να βρεθεί τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αν και συχνά χρησιμοποιείται σε επίσημα ή νομικά πλαίσια.
He decided to abscond from his responsibilities.
(Αποφάσισε να διαφύγει από τις ευθύνες του.)
The suspect absconded from the police station before they could apprehend him.
(Ο ύποπτος διέφυγε από το αστυνομικό τμήμα πριν μπορέσουν να τον συλλάβουν.)
Η λέξη "abscond" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένες φράσεις. Να σημειωθεί ότι το "abscond" τείνει να έχει νομικές ή εγκληματικές συνδηλώσεις.
He has a history of absconding from places.
(Έχει ιστορικό από το να διαφεύγει από μέρη.)
They were worried that he might abscond with their money.
(Ήταν ανήσυχοι ότι θα μπορούσε να διαφύγει με τα χρήματά τους.)
Η λέξη "abscond" προέρχεται από το λατινικό "abcondere", που σημαίνει "να κρύβω" ή "να αποκρύπτω". Συνίσταται από το "ab-" (μακριά) και "condere" (να κρύβω).
Συνώνυμα: - flee (φύγω) - escape ( διαφύγω) - vanish (εξαφανιστώ)
Αντώνυμα: - stay (μείνω) - remain (παραμείνω) - confront (αντιμετωπίζω)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν μια ολοκληρωμένη ματιά στην έννοια και τη χρήση της λέξης "abscond from".