Absentee είναι ουσιαστικό (noun).
/ˌæb.sənˈtiː/
Η λέξη absentee αναφέρεται σε κάποιον που είναι απών από έναν συγκεκριμένο τόπο ή κατάσταση, συνήθως από την εργασία ή μια συνάντηση. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά για να περιγράψει κάποιον που δεν είναι παρών σε μια εκδήλωση, συνάντηση ή συνθήκη (π.χ., σχολείο, δουλειά). Είναι μια πιο επίσημη και νομική ορολογία και χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα γραπτά κείμενα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη absentee είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά συμφραζόμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο απόντας σημειώθηκε στο μητρώο παρουσιών.
An absentee ballot can be requested for those unable to vote in person.
Ένα ψηφοδέλτιο αποχής μπορεί να ζητηθεί για εκείνους που δεν μπορούν να ψηφίσουν αυτοπροσώπως.
The absentee report showed that several students were missing from class.
Η λέξη absentee χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συγκείμενα, όπως:
Absentee landlord είναι ο ιδιοκτήτης ακινήτου που δεν κατοικεί στο ακίνητο που κατέχει.
Absentee voting - Voting by mail or remotely, especially for those unable to attend polling places.
Absentee voting είναι η ψηφοφορία μέσω ταχυδρομείου ή από απόσταση, ειδικά για εκείνους που δεν μπορούν να παρευρεθούν στους εκλογικούς χώρους.
Absenteeism - The habitual pattern of being absent from work or school.
Η λέξη absentee προέρχεται από το γαλλικό "absent," το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "absentem," το οποίο είναι το ενεργητικό συμμετοχής του "absens," που σημαίνει "απούσα."
Συνώνυμα: - Απουσία (absence) - Ο απών (non-attendee)
Αντώνυμα: - Παρών (present) - Παρουσία (attendance)