Αυτή η λέξη είναι επίθετο.
/ˌæb.səˈluː.tɔːr.i/
Η λέξη "absolutory" αναφέρεται σε κάτι που επιφέρει αθώωση ή απελευθέρωση από κατηγορία ή ποινή. Χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή γλώσσα, κυρίως στους νομικούς και θεολογικούς τομείς, και είναι πιο συνηθισμένο να εμφανίζεται σε γραπτές μορφές παρά σε προφορικό λόγο.
Το δικαστήριο εξέδωσε μια αθωωτική απόφαση για τον κατηγορούμενο.
Her confession was deemed absolutory in the eyes of the law.
Η λέξη "absolutory" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυάζεται με νομικούς όρους και φράσεις:
Ένα αθωωτικό διάταγμα εκδόθηκε από το δικαστήριο.
The absolutory nature of the verdict surprised everyone.
Η αθωωτική φύση της απόφασης εξέπληξε τους πάντες.
Many believed the witness's testimony would be absolutory.
Η λέξη "absolutory" προέρχεται από το λατινικό "absolutorius," που σημαίνει «αυτός που απολύει» ή «αθωώνει». Βασίζεται επίσης στο λατινικό ρήμα "absolvere," που σημαίνει «απελευθερώνω» ή «αθωώνω».
Συνώνυμα:
- αθωωτικός
- απολυτικός
Αντώνυμα:
- καταδικαστικός
- ποινικός