Το "absolve" είναι ρήμα.
/əbˈzɒlv/
Η λέξη "absolve" σημαίνει να απαλλάσσεις κάποιον από ευθύνες ή αμαρτίες, να απαλλάσσεις κάποιον από καμία υποχρέωση ή από την ανάγκη να υποστεί κάποια συνέπεια. Στη γλώσσα των Αγγλικά, χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ηθικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετική στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε νομικά έγγραφα ή φιλοσοφικές συζητήσεις.
The priest decided to absolve the sinner of his wrongdoings.
(Ο ιερέας αποφάσισε να απαλλάξει τον αμαρτωλό από τις αμαρτίες του.)
The court will absolve the defendant if enough evidence is presented.
(Το δικαστήριο θα απαλλάξει τον εναγόμενο αν παρουσιαστεί αρκετή απόδειξη.)
Η λέξη "absolve" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με την ηθική ή νομική ευθύνη.
To be absolved of responsibility after the incident.
(Να απαλλαγεί από την ευθύνη μετά το περιστατικό.)
He sought to absolve himself from the accusations made against him.
(Αναζητούσε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες που του είχαν απαγγελθεί.)
The findings of the investigation could potentially absolve the company from any wrongdoing.
(Τα ευρήματα της έρευνας θα μπορούσαν ενδεχομένως να απαλλάξουν την εταιρεία από οποιαδήποτε παράβαση.)
Η λέξη έχει τις ρίζες της από τη Λατινική λέξη "absolvere", που σημαίνει "να απελευθερώσεις" ή "να ολοκληρώσεις".
clear
Αντώνυμα: