"Absorption factor" είναι ουσιαστικό.
/əbˈzɔːrpʃən ˈfæktər/
Ο όρος "absorption factor" αναφέρεται σε ένα μέγεθος που περιγράφει πόσο αποτελεσματικά ένα υλικό ή ένα σύστημα μπορεί να απορροφήσει ενέργεια ή ύλη (π.χ. φως, ήχο, θερμότητα) σε σχέση με ένα αναφορά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στη φυσική, την χημεία και την μηχανική.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι αρκετά ειδική και σχετίζεται κυρίως με το χώρο της επιστήμης και της μηχανικής. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και άρθρα σχετικές με την έρευνα και την τεχνολογία.
The absorption factor of the material determines its effectiveness in soundproofing.
Ο παράγοντας απορρόφησης του υλικού καθορίζει την αποτελεσματικότητά του στην ηχομόνωση.
Engineers often consider the absorption factor when designing insulation systems.
Οι μηχανικοί συχνά λαμβάνουν υπόψη τον παράγοντα απορρόφησης κατά τον σχεδιασμό συστημάτων μόνωσης.
A high absorption factor indicates that a material can hold or retain more energy.
Ένας υψηλός παράγοντας απορρόφησης υποδηλώνει ότι ένα υλικό μπορεί να συγκρατήσει ή να κρατήσει περισσότερη ενέργεια.
Ο όρος "absorption factor" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες σχετικές εκφράσεις επιστημονικής φύσης:
"The absorption factor plays a crucial role in the performance of the acoustic panels."
Ο παράγοντας απορρόφησης παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόδοση των ακουστικών πάνελ.
"Understanding the absorption factor can enhance the design of solar collectors."
Η κατανόηση του παράγοντα απορρόφησης μπορεί να ενισχύσει το σχεδιασμό ηλιακών συλλεκτών.
"When analyzing air quality, the absorption factor of pollutants is essential."
Όταν αναλύουμε την ποιότητα του αέρα, ο παράγοντας απορρόφησης ρύπων είναι ουσιαστικός.
"The absorption factor varies with frequency, which heavily impacts sound design."
Ο παράγοντας απορρόφησης διαφέρει ανάλογα με τη συχνότητα, γεγονός που έχει σημαντικό αντίκτυπο στον σχεδιασμό ήχου.
Ο όρος "absorption" προέρχεται από το λατινικό "absorbere", που σημαίνει "να ρουφήσει", με τη σύνθεση του προθέματος "ad-" (προς) και τη "sorbere" (να ρουφήξει). Ο όρος "factor" προέρχεται από το λατινικό "facere", που σημαίνει "να κάνει" ή "να προκαλεί".
Συνώνυμα: - coefficient of absorption - absorption rate
Αντώνυμα: - reflection factor - transmission factor