«Abstract measure» είναι φράση που μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστικό (noun).
[ˈæbstrækt ˈmɛʒər]
Η φράση «abstract measure» αναφέρεται σε μια μέθοδο ή διαδικασία που χρησιμοποιείται για να ποσοτικοποιήσει ή να κατανοήσει έννοιες ή ιδέες που δεν έχουν φυσική υπόσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η μαθηματική ανάλυση, η στατιστική ή η φιλοσοφία. Συνήθως αποτελεί μέρος της ακαδημαϊκής ή τεχνικής γλώσσας και είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο.
Η φράση χρησιμοποιείται στην ακαδημαϊκή και επιστημονική γραφή για να αναφερθεί σε μη χειροπιαστές μεθόδους ποσοτικοποίησης. Η συχνότητά της είναι υψηλή σε ακαδημαϊκoύς κύκλους.
Η αφηρημένη μέτρηση της επιτυχίας ποικίλλει μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.
In mathematics, an abstract measure can help in understanding complex concepts.
Στη μαθηματική επιστήμη, μια αφηρημένη μέτρηση μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση σύνθετων εννοιών.
Researchers often rely on abstract measures to assess psychological constructs.
Η φράση "abstract measure" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικές φράσεις που σχετίζονται με τις έννοιες της αξιολόγησης και της υποκειμενικότητας.
Η έννοια της αφηρημένης μέτρησης στην επιστήμη συχνά οδηγεί σε διαφορετικές ερμηνείες.
He used an abstract measure to justify his argument in the debate.
Χρησιμοποίησε μια αφηρημένη μέτρηση για να δικαιολογήσει το επιχείρημά του στη συζήτηση.
The abstract measure of happiness is difficult to quantify.
Η λέξη "abstract" προέρχεται από το λατινικό "abstractus", που σημαίνει «αποσπασμένος», ενώ η λέξη "measure" προέρχεται από τη λατινική "mensura", που σημαίνει «μέτρηση».