Accelerative είναι επίθετο.
/əkˈsɛləˌreɪtɪv/
Η λέξη "accelerative" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά για να περιγράψει κάτι που προκαλεί ή σχετίζεται με την επιτάχυνση. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, όπως η φυσική ή οι διαδικασίες μεταφοράς, όμως μπορεί επίσης να συναντηθεί σε πιο προφορικό και γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι χαμηλή, και ίσως είναι πιο εμφανής σε γραπτές αναφορές.
Οι μηχανικοί σχεδίασαν ένα επιταχυντικό σύστημα για να βελτιώσουν την ταχύτητα του οχήματος.
Many factors contribute to an accelerative effect on growth in plants.
Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν σε ένα επιταχυντικό αποτέλεσμα στην ανάπτυξη των φυτών.
The accelerative nature of the new technology has transformed the industry.
Η λέξη "accelerative" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με διάφορους τρόπους στην περιγραφή φυσικών ή τεχνικών φαινομένων.
Η επιταχυντική διαδικασία σε αυτή τη μέθοδο οδηγεί σε εκπληκτικά αποτελέσματα.
An accelerative approach in learning can drastically change a student's performance.
Μια επιταχυντική προσέγγιση στη μάθηση μπορεί να αλλάξει ριζικά την απόδοση ενός μαθητή.
Using accelerative forces can enhance athletic performance significantly.
Η λέξη "accelerative" προέρχεται από τη λατινική λέξη "accelerare" που σημαίνει "να επιταχύνει". Ο όρος συνδυάζει το πρόθημα "ac-" (συν) και το "celer" (ταχύς).