Η λέξη "acceptance" αναφέρεται στην πράξη της αποδοχής κάτι, όπως μια πρόταση, μια κατάσταση ή μια κατάσταση. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα κοινωνικά, νομικά και ψυχολογικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Η αποδοχή της πρότασης έγινε δεκτή με ενθουσιασμό.
His acceptance into the program was a significant achievement.
Χρειάζεται χρόνος για μερικούς ανθρώπους να αποδεχτούν την αποδοχή.
She found acceptance among her peers after her hard work.
Βρήκε αποδοχή μεταξύ των συνομηλίκων της μετά την σκληρή δουλειά της.
His openness to acceptance helped him build strong relationships.
Η ανοιχτότητά του στην αποδοχή τον βοήθησε να χτίσει ισχυρές σχέσεις.
Acceptance is the first step towards healing.
Η αποδοχή είναι το πρώτο βήμα προς τη θεραπεία.
They emphasized the importance of acceptance in the community.
Η λέξη "acceptance" προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό "acceptantia", το οποίο είναι παράγωγο του "acceptare", που σημαίνει "να δέχεσαι".
αποδοχή (acknowledgment)
Αντώνυμα: