Όρος: access plate
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό σύνθετο
Φωνητική μεταγραφή: /ˈæk.sɛs pleɪt/
Η φράση "access plate" αναφέρεται σε μια πλάκα ή κάλυμμα που δίνει πρόσβαση σε υποδομές, όπως καλώδια, σωληνώσεις ή μηχανήματα, συνήθως τοποθετημένα σε δάπεδα ή τοίχους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τομείς όπως η οικοδομή, η ηλεκτρολογία και η μηχανολογία. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συχνή στο γραπτό περιβάλλον, όπως σε τεχνικά έγγραφα και οδηγίες, αντί για προφορικό λόγο.
The technician needed to remove the access plate to fix the wiring.
Ο τεχνικός χρειάστηκε να αφαιρέσει την πλάκα πρόσβασης για να επισκευάσει τα καλώδια.
Make sure to replace the access plate after completing the maintenance work.
Βεβαιωθείτε ότι θα αντικαταστήσετε την πλάκα πρόσβασης μετά την ολοκλήρωση της συντήρησης.
An access plate allows easy inspection of plumbing systems.
Μια πλάκα πρόσβασης επιτρέπει την εύκολη επιθεώρηση των υδραυλικών συστημάτων.
Η φράση "access plate" δεν είναι μέρος ιδιωματικών εκφράσεων γενικά. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα τεχνικά συμφραζόμενα:
"Never leave an access plate open."
Ποτέ μην αφήνετε ανοιχτή μια πλάκα πρόσβασης.
"He always checks the access plate before starting any repairs."
Πάντα ελέγχει την πλάκα πρόσβασης πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε επισκευή.
"The access plate can be hard to find in older models."
Η πλάκα πρόσβασης μπορεί να είναι δύσκολο να βρεθεί σε παλαιότερα μοντέλα.
Η λέξη "access" προέρχεται από το λατινικό "accessus", που σημαίνει "είσοδος" ή "πρόσβαση". Η λέξη "plate" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "platte", που σημαίνει "πλάκα" ή "λεία επιφάνεια".
Συνώνυμα:
- εισαγωγική πλάκα
- πλάκα κάλυψης
Αντώνυμα:
- κλειστό κάλυμμα
- σφραγισμένη πλάκα
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή εικόνα για τη φράση "access plate" και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.