Ο συνδυασμός λέξεων "accessible boundary" λειτουργεί ως όρος που χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με το σχεδιασμό χώρων, τη γεωγραφία ή την προσβασιμότητα.
/əkˈsɛsəbl ˈbaʊndəri/
Το "accessible boundary" αναφέρεται σε μια γραμμή ή περιοχή στα όρια ενός χώρου ή περιοχής που είναι εύκολα προσιτή σε όλα τα άτομα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με αναπηρίες. Χρησιμοποιείται συνήθως σε παραδείγματα σχεδιασμού των δημόσιων χώρων, αρχιτεκτονικής ή σε περιβαλλοντικές μελέτες. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, αυτή η φράση είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, ειδικά σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Ο νέος σχεδιασμός του πάρκου δίνει έμφαση στη δημιουργία ενός προσιτού ορίου.
They are conducting a study on the impact of accessible boundaries in urban planning.
Διεξάγουν μια μελέτη για τον αντίκτυπο των προσβάσιμων ορίων στον αστικό σχεδιασμό.
The architects ensure that every accessible boundary meets the required standards.
Η φράση "accessible boundary" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι άμεσες εκφράσεις δεν είναι πολύ κοινές. Ωστόσο, σχετικές ή παρόμοιες έννοιες συχνά συναντώνται:
Η υπέρβαση του προσβάσιμου ορίου μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ένταξη για όλους.
"Establishing an accessible boundary is crucial for public spaces."
Η установление ενός προσβάσιμου ορίου είναι κρίσιμη για τους δημόσιους χώρους.
"The theory of accessible boundaries promotes equality."
Η θεωρία των προσβάσιμων ορίων προάγει την ισότητα.
"We must constantly evaluate our accessible boundaries."
Η λέξη "accessible" προέρχεται από το λατινικό "accessibilis", που σημαίνει "ευκολότερος να προσεγγιστεί". Η "boundary" προέρχεται από τη μεσαιωνική Αγγλική λέξη "bounden", που σημαίνει "όριο" ή "περιοχή".
Συνώνυμα: - approachable border - reachable limit
Αντώνυμα: - inaccessible boundary (μη προσβάσιμο όριο) - unreachable limit (μη εφικτό όριο)
Αυτή η δομή και οι πληροφορίες περιγράφουν τη φράση "accessible boundary" με λεπτομέρειες που θα σας βοηθήσουν να την κατανοήσετε καλύτερα.