Φράση που αποτελείται από δύο ουσιαστικά: "accessory" (αξεσουάρ) και "condition" (κατάσταση).
/əkˈsɛsəri kənˈdɪʃən/
Η φράση "accessory condition" αναφέρεται σε μια κατάσταση που θεωρείται δευτερεύουσα ή συμπληρωματική σε σχέση με μια κύρια κατάσταση. Συχνά χρησιμοποιείται στον νομικό ή ιατρικό τομέα, όπου η "accessory condition" μπορεί να σχετίζεται με δύσκολες ή επιπλέον περιστάσεις που επηρεάζουν τη βασική κατάσταση. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
Το αυτοκίνητο θεωρήθηκε μη ασφαλές λόγω μιας συμπληρωματικής κατάστασης που υπονομεύει την δομική του ακεραιότητα.
In legal terms, an accessory condition may reduce the severity of the original charge.
Σε νομικούς όρους, μια συμπληρωματική κατάσταση μπορεί να μειώσει τη σοβαρότητα της αρχικής κατηγορίας.
The patient's recovery was complicated by an accessory condition that needed to be treated simultaneously.
Η φράση "accessory condition" δεν χρησιμοποιείται ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά. Ωστόσο, υπάρχουν γενικές φράσεις που σχετίζονται με την έννοια της δευτερεύουσας ή συμπληρωματικής.
Υπό ορισμένες συμπληρωματικές συνθήκες, τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν.
The agreement holds unless any accessory conditions are violated.
Η συμφωνία ισχύει εκτός αν παραβιαστούν οι οποιεσδήποτε συμπληρωματικές συνθήκες.
Beneficial outcomes can be achieved with the right accessory conditions in place.
Συνώνυμα - Accessory: supplementary, additional - Condition: state, situation, stipulation
Αντώνυμα - Accessory: primary, main - Condition: freedom, independence